εὐτραφής: Difference between revisions

From LSJ

Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)

Source
(15)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (ΑΜ [[εὐτραφής]], -ές)<br />[[καλοθρεμμένος]], [[εύσαρκος]], [[παχύς]], [[εύσωμος]], [[σωματώδης]], [[γεμάτος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει γρήγορη [[αύξηση]] ή [[ανάπτυξη]]<br /><b>2.</b> <b>ενεργ.</b> αυτός που τρέφει καλά, ο [[θρεπτικός]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὐτραφές</i><br />η [[ευτροφία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευτραφώς</i> (ΑΜ εὐτραφῶς, Α και ιων. τ. εὐτραφέως)<br />με ευτραφή τρόπο, σε [[κατάσταση]] ευτραφούς<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «εὐτραφέως έχω» — [[είμαι]] [[ευτραφής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>τραφής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ετράφην</i> του ρ. [[τρέφω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>διο</i>-<i>τραφής</i>, <i>μουσο</i>-<i>τραφής</i>].
|mltxt=-ές (ΑΜ [[εὐτραφής]], -ές)<br />[[καλοθρεμμένος]], [[εύσαρκος]], [[παχύς]], [[εύσωμος]], [[σωματώδης]], [[γεμάτος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει γρήγορη [[αύξηση]] ή [[ανάπτυξη]]<br /><b>2.</b> <b>ενεργ.</b> αυτός που τρέφει καλά, ο [[θρεπτικός]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὐτραφές</i><br />η [[ευτροφία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευτραφώς</i> (ΑΜ εὐτραφῶς, Α και ιων. τ. εὐτραφέως)<br />με ευτραφή τρόπο, σε [[κατάσταση]] ευτραφούς<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «εὐτραφέως έχω» — [[είμαι]] [[ευτραφής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>τραφής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ετράφην</i> του ρ. [[τρέφω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>διο</i>-<i>τραφής</i>, <i>μουσο</i>-<i>τραφής</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐτρᾰφής:''' -ές ([[τρέφω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[καλοθρεμμένος]], καλοαναπτυγμένος, [[εύσωμος]], [[παχύς]], σε Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., [[θρεπτικός]], σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 19:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐτρᾰφής Medium diacritics: εὐτραφής Low diacritics: ευτραφής Capitals: ΕΥΤΡΑΦΗΣ
Transliteration A: eutraphḗs Transliteration B: eutraphēs Transliteration C: eftrafis Beta Code: eu)trafh/s

English (LSJ)

ές, (τρέφω)

   A well-fed, thriving, fat, Hp.Aër.12, E. Med.920, IT304, Arist.HA546a15, etc.; large, well-grown, of peppercorns, Gal.6.270 (Sup.); luxuriant, of hair-growth, Id.1.326 (Sup.); τὸ εὐτραφές, = εὐτροφία, Polyaen.7.36. Adv. -φῶς, Ion. -φέως, ἔχειν to be fat, Hp.Septim.8, cf.Philostr.VS2.1.7.    II Act., nourishing, ὕδωρ A.Th.308 (Sup., lyr.); γάλα Id.Ch.898, Philostr.VA3.9; v.l. in Thphr.CP1.18.1.

Greek (Liddell-Scott)

εὐτρᾰφής: -ές, (τρέφω) καλῶς τεθραμμένος, ἀκμαῖος, εὔσωμος, παχύς, Ἱππ. π. Ἀέρ. 289, Εὐρ. Μήδ. 920, Ι. Τ. 304, Πλάτ. Νόμ. 835D, Ἀριστ., κλ., πρβλ. εὐτρεφής˙ - τὸ εὐτραφές, = εὐτροφία, Πολύαιν. 7. 36˙ - Ἰων. Ἐπίρρ. εὐτραφέως ἔχω, εἶμαι εὐτραφής, Ἱππ. 257. 5. ΙΙ. ἐνεργ., θρεπτικός, ὕδωρ Αἰσχύλ. Θήβ. 308˙ γάλα ἐν Χο. 898.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 bien nourri, gras, fort;
2 nourrissant;
Cp. εὐτραφέστερος, Sp. εὐτραφέστατος.
Étymologie: εὖ, τρέφω.

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ εὐτραφής, -ές)
καλοθρεμμένος, εύσαρκος, παχύς, εύσωμος, σωματώδης, γεμάτος
αρχ.
1. αυτός που έχει γρήγορη αύξηση ή ανάπτυξη
2. ενεργ. αυτός που τρέφει καλά, ο θρεπτικός
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐτραφές
η ευτροφία.
επίρρ...
ευτραφώς (ΑΜ εὐτραφῶς, Α και ιων. τ. εὐτραφέως)
με ευτραφή τρόπο, σε κατάσταση ευτραφούς
αρχ.
φρ. «εὐτραφέως έχω» — είμαι ευτραφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -τραφής (< ετράφην του ρ. τρέφω), πρβλ. διο-τραφής, μουσο-τραφής].

Greek Monotonic

εὐτρᾰφής: -ές (τρέφω),
I. καλοθρεμμένος, καλοαναπτυγμένος, εύσωμος, παχύς, σε Ευρ. κ.λπ.
II. Ενεργ., θρεπτικός, σε Αισχύλ.