ἑψία: Difference between revisions
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
(15) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἑψία]], ἡ (Μ) [[ἕψω]]<br />[[μαγείρεμα]], [[βράσιμο]], [[ψήσιμο]].———————— <b>(II)</b><br />[[ἑψία]] και ιων. τ. ἑψίη, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[παιχνίδι]] που παιζόταν με ψηφίδες, με πετραδάκια<br /><b>2.</b> <b>γεν.</b> [[παιχνίδι]], [[παιδιά]], [[ψυχαγωγία]], [[διασκέδαση]]<br /><b>3.</b> (στο Μέγα Ετυμολογικόν υπάρχει και ο πληθ.) <i>τὰ ἔψια</i><br />«τὰ ἀπὸ τῶν λόγων παίγνια»<br /><b>4.</b> (στον <b>Ησύχ.</b>) «ἕψεια<br />παίγνια».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητικό παρ. του <i>ἑψιῶμαι</i>]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἑψία]], ἡ (Μ) [[ἕψω]]<br />[[μαγείρεμα]], [[βράσιμο]], [[ψήσιμο]].———————— <b>(II)</b><br />[[ἑψία]] και ιων. τ. ἑψίη, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[παιχνίδι]] που παιζόταν με ψηφίδες, με πετραδάκια<br /><b>2.</b> <b>γεν.</b> [[παιχνίδι]], [[παιδιά]], [[ψυχαγωγία]], [[διασκέδαση]]<br /><b>3.</b> (στο Μέγα Ετυμολογικόν υπάρχει και ο πληθ.) <i>τὰ ἔψια</i><br />«τὰ ἀπὸ τῶν λόγων παίγνια»<br /><b>4.</b> (στον <b>Ησύχ.</b>) «ἕψεια<br />παίγνια».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητικό παρ. του <i>ἑψιῶμαι</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἑψία:''' Ιων. -ίη, ἡ, [[παιχνίδι]] που παιζόταν με χαλίκια, πετραδάκια. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:12, 30 December 2018
English (LSJ)
[ῐ], Ion. -ιη, ἡ,
A amusement, S.Fr.3; plaything, Nic.Th.880: pl., ἔψια, τά, EM406.8; ἕψεια, Hsch. (Etym. uncertain: derived by Hsch. from ἕπρμαι, by EM from ἔπος. The connexion with Lat. jocus is doubtful.)
German (Pape)
[Seite 1132] ἡ, ion. ἑψίη, auch ἑψιά u. nach den alten Grammatikern ἐψία geschrieben,.Soph. frg. 4; bei Hesych., der es von ἕπομαι ableitet, ὁμιλία erkl. Bei Nic. Al. 880, σπέρμ' ὀλοὸν κνίδης, ἥθ' ἑψίη ἔπλετο κούροις, ist es = Scherz, Spiel.
Greek (Liddell-Scott)
ἑψία: Ἰων. -ίη, ἡ, (ψῐά, ψειὰ) παιγνίδιον ὅπερ ἐπαίζετο διὰ ψηφιδίων: καθόλου, παιδιά, παιγνίδιον, Νικ. Θ. 880· «ἑψία· γέλως, παιδιά, χλεύη, ἔφοδος· ἀπὸ τοῦ ἕπεσθαι. ὁμιλία. Σοφοκλῆς Ἀθάμαντι δευτέρῳ (Ἀποσπ. Σοφ. 4.) «Ἡσύχ. Ὑπάρχει πληθ. τύπος ἔψια ἢ ἕψια, τά, ἐν Ἐτυμολ. Μ. 406. 8, ἑρμηνευόμενα: «τὰ ἀπὸ λόγων παίγνια», παρὰ δὲ Ἡσυχ. «ἕψεια· παίγνια».
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 entretien familier;
2 amusement, badinage.
Étymologie: cf. ἔπος.
Greek Monolingual
(I)
ἑψία, ἡ (Μ) ἕψω
μαγείρεμα, βράσιμο, ψήσιμο.———————— (II)
ἑψία και ιων. τ. ἑψίη, ἡ (Α)
1. παιχνίδι που παιζόταν με ψηφίδες, με πετραδάκια
2. γεν. παιχνίδι, παιδιά, ψυχαγωγία, διασκέδαση
3. (στο Μέγα Ετυμολογικόν υπάρχει και ο πληθ.) τὰ ἔψια
«τὰ ἀπὸ τῶν λόγων παίγνια»
4. (στον Ησύχ.) «ἕψεια
παίγνια».
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικό παρ. του ἑψιῶμαι].
Greek Monotonic
ἑψία: Ιων. -ίη, ἡ, παιχνίδι που παιζόταν με χαλίκια, πετραδάκια.