θαυμασμός: Difference between revisions
From LSJ
νᾶφε καὶ μέμνασο ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)
(16) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[θαμασμός]], ο (AM [[θαυμασμός]], Μ και θαμαγμός) [[θαυμάζω]]<br />το να θαυμάζει [[κάποιος]] [[κάτι]] ή κάποιον, [[βαθιά]] [[εκτίμηση]], [[σεβασμός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[έκπληξη]], [[κατάπληξη]], [[ξάφνιασμα]] για [[κάτι]] εξαιρετικό και υπέροχο ή για [[κάτι]] [[παράδοξο]] και ανεξήγητο<br /><b>μσν.</b><br />[[τρομάρα]], [[λαχτάρα]]. | |mltxt=και [[θαμασμός]], ο (AM [[θαυμασμός]], Μ και θαμαγμός) [[θαυμάζω]]<br />το να θαυμάζει [[κάποιος]] [[κάτι]] ή κάποιον, [[βαθιά]] [[εκτίμηση]], [[σεβασμός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[έκπληξη]], [[κατάπληξη]], [[ξάφνιασμα]] για [[κάτι]] εξαιρετικό και υπέροχο ή για [[κάτι]] [[παράδοξο]] και ανεξήγητο<br /><b>μσν.</b><br />[[τρομάρα]], [[λαχτάρα]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''θαυμασμός:''' ὁ ([[θαυμάζω]]), [[θαυμασμός]], [[έκπληξη]], σε Πλούτ., κ.λπ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:20, 30 December 2018
English (LSJ)
ὁ,
A marvelling, Phld.Rh.2.57 S., Corn.ND2, Dius ap. Stob.4.21.16, S.E.M.9.17, Plu.Aem.39, etc.
German (Pape)
[Seite 1189] ὁ, Bewunderung; Plut. Aem. Paul. 39; S. Emp. adv. math. 9, 17 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
θαυμασμός: ὁ, τὸ θαυμάζειν, Δῖος παρὰ Στοβ. 408. 46, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 9. 17, Πλούτ. Αἰμιλ. 39, κτλ.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
étonnement, admiration.
Étymologie: θαυμάζω.
Greek Monolingual
και θαμασμός, ο (AM θαυμασμός, Μ και θαμαγμός) θαυμάζω
το να θαυμάζει κάποιος κάτι ή κάποιον, βαθιά εκτίμηση, σεβασμός
νεοελλ.
έκπληξη, κατάπληξη, ξάφνιασμα για κάτι εξαιρετικό και υπέροχο ή για κάτι παράδοξο και ανεξήγητο
μσν.
τρομάρα, λαχτάρα.
Greek Monotonic
θαυμασμός: ὁ (θαυμάζω), θαυμασμός, έκπληξη, σε Πλούτ., κ.λπ.