ἱπποκόμος: Difference between revisions
Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist
(18) |
(18) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἱππόκομος]], -ον (Α)<br />(για [[περικεφαλαία]]) η στολισμένη με [[κόμη]] ίππου, με [[τρίχες]] από [[ουρά]] αλόγου («[[ἱππόκομος]] [[κόρυς]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κόμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κόμη]] «[[μαλλί]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αβρό</i>-<i>κομος</i>, <i>χρυσό</i>-<i>κομος</i>]. | |mltxt=[[ἱππόκομος]], -ον (Α)<br />(για [[περικεφαλαία]]) η στολισμένη με [[κόμη]] ίππου, με [[τρίχες]] από [[ουρά]] αλόγου («[[ἱππόκομος]] [[κόρυς]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κόμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κόμη]] «[[μαλλί]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αβρό</i>-<i>κομος</i>, <i>χρυσό</i>-<i>κομος</i>]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (Α [[ἱπποκόμος]])<br />αυτός που περιποιείται ίππους, που φροντίζει για την καλή [[διατροφή]] και [[συντήρηση]] ίππων («βοηλάτην ἤ ἱπποκόμον», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[στρατιώτης]] που ήταν επιφορτισμένος να εκτελεί τις υπηρεσιακές διαταγές ενός αξιωματικού, να τον συνοδεύει στα ταξίδια του κ.λπ., κν. ορντινάτσα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ακόλουθος]], [[υπηρέτης]] ιππέα στον πόλεμο («Δαρείω ἦν [[ἱπποκόμος]] ἀνὴρ [[σοφός]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[φύλακας]] ή [[οδηγός]] καμήλας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κόμος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>κομῶ</i> «[[φροντίζω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>νοσο</i>-<i>κόμος</i>, <i>τραπεζο</i>-<i>κόμος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:19, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ, (κομέω)
A groom, esquire, who attended the ἱππεύς in war, Hdt.3.85,88, X.HG2.4.6: generally, groom, Pl.Plt.261d, PSI4.371.13 (iii B.C.), Plb.13.8.3, etc.; ἱ. τῶν καμήλων Philostr.VA2.1. II Adj. ἱππό-κομος, ον, (κόμη) decked with horsehair, epith. of a helmet (not in Od.), κόρυς Il.13.132, cf. S.Ant. 116 (anap.); πήληξ Il.16.797; τρυφάλεια 13.339.
German (Pape)
[Seite 1260] Pferde pflegend, haltend, gew. subst., Pferdeknecht, der das Pferd des Ritters im Kriege besorgt, Her. 3, 85; Plat. Polit. 261 d Legg. II, 666 e; Xen. Hell. 2, 4, 6.
Greek (Liddell-Scott)
ἱπποκόμος: ὁ, (κομέω) ὡς καὶ νῦν, ἱπποκόμος, προσέτι θεράπων, ἀκόλουθος τοῦ ἱππέως ἐν πολέμῳ, Λατ. equiso, Ἡρόδ. 3. 85, 88, Θουκ. 7. 75, 78, Ξεν., κτλ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
sorte d’écuyer ou de serviteur qui accompagnait le cavalier en campagne.
Étymologie: ἵππος, κομέω.
Greek Monolingual
ἱππόκομος, -ον (Α)
(για περικεφαλαία) η στολισμένη με κόμη ίππου, με τρίχες από ουρά αλόγου («ἱππόκομος κόρυς», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -κόμος (< κόμη «μαλλί»), πρβλ. αβρό-κομος, χρυσό-κομος].
Greek Monolingual
ο (Α ἱπποκόμος)
αυτός που περιποιείται ίππους, που φροντίζει για την καλή διατροφή και συντήρηση ίππων («βοηλάτην ἤ ἱπποκόμον», Πλάτ.)
νεοελλ.
στρατιώτης που ήταν επιφορτισμένος να εκτελεί τις υπηρεσιακές διαταγές ενός αξιωματικού, να τον συνοδεύει στα ταξίδια του κ.λπ., κν. ορντινάτσα
αρχ.
1. ακόλουθος, υπηρέτης ιππέα στον πόλεμο («Δαρείω ἦν ἱπποκόμος ἀνὴρ σοφός», Ηρόδ.)
2. φύλακας ή οδηγός καμήλας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -κόμος (< κομῶ «φροντίζω»), πρβλ. νοσο-κόμος, τραπεζο-κόμος].