εὐόργητος: Difference between revisions

From LSJ

Κέρδος πονηρὸν ζημίαν ἀεὶ φέρει → Quaestus iniquos damna consequi solent → Unehrlicher Gewinn trägt immer Strafe ein

Menander, Monostichoi, 301
(15)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[εὐόργητος]], -ον)<br />αυτός που οργίζεται εύκολα, ο [[οξύθυμος]] («[[εὐόργητος]] γάρ ἐστι καὶ οὐ πρᾱος»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που φέρεται με [[πραότητα]], ο [[ήρεμος]] («[[εὐόργητος]] πρὸς τὸ [[πρέπον]]», Γοργ.)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὐόργητον</i><br />η [[ευοργησία]], η [[πραότητα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐοργήτως</i> (Α)<br />με [[ηπιότητα]], με [[πραότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>οργητος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[οργή]] «[[διάθεση]], [[ιδιοσυγκρασία]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δυσ</i>-<i>όργητος</i>, <i>θε</i>-<i>όργητος</i>].
|mltxt=-η, -ο (Α [[εὐόργητος]], -ον)<br />αυτός που οργίζεται εύκολα, ο [[οξύθυμος]] («[[εὐόργητος]] γάρ ἐστι καὶ οὐ πρᾱος»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που φέρεται με [[πραότητα]], ο [[ήρεμος]] («[[εὐόργητος]] πρὸς τὸ [[πρέπον]]», Γοργ.)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὐόργητον</i><br />η [[ευοργησία]], η [[πραότητα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐοργήτως</i> (Α)<br />με [[ηπιότητα]], με [[πραότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>οργητος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[οργή]] «[[διάθεση]], [[ιδιοσυγκρασία]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δυσ</i>-<i>όργητος</i>, <i>θε</i>-<i>όργητος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐόργητος:''' -ον ([[ὀργή]]), αυτός που φέρεται με ήπιο τρόπο· επίρρ. <i>-τως</i>, με ήπιο τρόπο, ήπια, σε Θουκ.
}}
}}

Revision as of 23:08, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐόργητος Medium diacritics: εὐόργητος Low diacritics: ευόργητος Capitals: ΕΥΟΡΓΗΤΟΣ
Transliteration A: euórgētos Transliteration B: euorgētos Transliteration C: evorgitos Beta Code: eu)o/rghtos

English (LSJ)

ον,

   A good-tempered, ἤθεα Hp.Aër.12 (Comp.); εὐ. πρὸς τὸ πρέπον Gorg.Fr.6 D.; τοῖς κόλαξι . . εὐόργητος Eub.25; τὸ εὐ. καὶ πρᾶον Arist.MM1186a23, cf. Plu.2.413c. Adv. -τως, προσομιλεῖν τῷ πολέμῳ with good temper, opp. ὀργισθείς, Th.1.122.

German (Pape)

[Seite 1085] 11 von guter Sinnesart, wohlgesinnt, τοῖς κόλαξι Eubul. bei Ath. VI, 260 d. – 2) leicht in Zorn zu bringen, Ggstz πρᾶος, Plut. defect. orac. 7; vgl. Valcken. zu Eur. Hipp. p. 276. – Adv., εὐοργήτως τινὶ ὁμιλήσας, im Ggstz von ὀργισθείς, leidenschaftslos, Thuc. 1, 122.

Greek (Liddell-Scott)

εὐόργητος: -ον, (ὀργὴ) ὁ εὐμενῶς φερόμενος, «ὁ τῇ ὀργῇ εὖ χρώμενος» (Ἡσύχ.), Ἱππ. π. Ἀέρ. 288· τοῖς κόλαξι... εὐόργητος Εὔβουλος ἐν «Διονυσίῳ» 1. 3. - Ἐπίρρ., εὐοργήτως προσομιλεῖν τῷ πολέμῳ, μὲ ἤπιον τρόπον, ἠπίως, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ὀργισθείς, Θουκ. 1. 122. ΙΙ. ὁ εὐκόλως εἰς ὀργὴν κινούμενος, πλήρης ὀργῆς, Πλούτ. 2. 413C.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
irascible.
Étymologie: εὖ, ὀργάω.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α εὐόργητος, -ον)
αυτός που οργίζεται εύκολα, ο οξύθυμοςεὐόργητος γάρ ἐστι καὶ οὐ πρᾱος»)
αρχ.
1. αυτός που φέρεται με πραότητα, ο ήρεμοςεὐόργητος πρὸς τὸ πρέπον», Γοργ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐόργητον
η ευοργησία, η πραότητα.
επίρρ...
εὐοργήτως (Α)
με ηπιότητα, με πραότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -οργητος (< οργή «διάθεση, ιδιοσυγκρασία»), πρβλ. δυσ-όργητος, θε-όργητος].

Greek Monotonic

εὐόργητος: -ον (ὀργή), αυτός που φέρεται με ήπιο τρόπο· επίρρ. -τως, με ήπιο τρόπο, ήπια, σε Θουκ.