καταμόνας: Difference between revisions

From LSJ

ὑπόσχεσιν τὸ πρᾶγμα γενναίαν ἔχει → the affair holds a noble promise

Source
(19)
(5)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[καταμόνας]] και κατὰ μόνας)<br />[[χωριστά]], μεμονωμένα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> τη φρ. <i>κατὰ μόνας</i> «μεμονωμένα»].
|mltxt=(AM [[καταμόνας]] και κατὰ μόνας)<br />[[χωριστά]], μεμονωμένα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> τη φρ. <i>κατὰ μόνας</i> «μεμονωμένα»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''καταμόνας:''' επίρρ., καλύτερα ξεχωριστά, κατὰ [[μόνας]], βλ. [[μόνος]].
}}
}}

Revision as of 23:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταμόνᾱς Medium diacritics: καταμόνας Low diacritics: καταμόνας Capitals: ΚΑΤΑΜΟΝΑΣ
Transliteration A: katamónas Transliteration B: katamonas Transliteration C: katamonas Beta Code: katamo/nas

English (LSJ)

Adv.

   A alone, apart, better divisim κατὰ μόνας, v. μόνος B.111.

German (Pape)

[Seite 1364] d. i. κατὰ μόνας, einzeln, für sich, Thuc. 1, 32 Xen. Mem. 3, 7, 4.

Greek (Liddell-Scott)

καταμόνᾱς: Ἐπίρρ. μόνος, χωριστά· βέλτιον διῃρημένως κατὰ μόνας, ἴδε μόνος Β, ΙΙΙ.

French (Bailly abrégé)

ou mieux κατὰ μόνας;
adv.
v. μόνος.

English (Strong)

from κατά and accusative case plural feminine of μόνος (with χώρα implied); according to sole places, i.e. (adverbially) separately: alone.

English (Thayer)

and (as it is now usually written (so L T Tr WH)) separately, κατά μόνας (namely, χώρας), apart, alone: Thucydides 1,32, 37; Xenophon, mem. 3,7, 4; Josephus, Antiquities 18,3, 4; the Sept. for בָּדָד and לְבָדָד, Jeremiah 15:17, etc.)

Greek Monolingual

(AM καταμόνας και κατὰ μόνας)
χωριστά, μεμονωμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τη φρ. κατὰ μόνας «μεμονωμένα»].

Greek Monotonic

καταμόνας: επίρρ., καλύτερα ξεχωριστά, κατὰ μόνας, βλ. μόνος.