καταλογή: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
(19)
(2b)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[καταλογή]]) [[καταλέγω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[παρακαταλογή]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ιστορία]], [[διήγηση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[σεβασμός]] [[προς]] κάποιον<br /><b>2.</b> (στο αρχ. [[θέατρο]]) [[απαγγελία]] τών ασμάτων [[χωρίς]] [[μουσική]]<br /><b>3.</b> (η αιτ. εν. ως επίρρ.) για [[χάρη]] κάποιου<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «εἰς τὴν καταλογήν τινος» — [[κατά]] [[σύσταση]] κάποιου.
|mltxt=η (AM [[καταλογή]]) [[καταλέγω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[παρακαταλογή]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ιστορία]], [[διήγηση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[σεβασμός]] [[προς]] κάποιον<br /><b>2.</b> (στο αρχ. [[θέατρο]]) [[απαγγελία]] τών ασμάτων [[χωρίς]] [[μουσική]]<br /><b>3.</b> (η αιτ. εν. ως επίρρ.) για [[χάρη]] κάποιου<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «εἰς τὴν καταλογήν τινος» — [[κατά]] [[σύσταση]] κάποιου.
}}
{{elru
|elrutext='''καταλογή:''' ἡ [[καταλέγω]] I] почтительный прием, уважение (καταλογὴν ποιεῖσθαι τὴν ἁρμόζουσαν Polyb. - v. l. [[καταδοχή]]).
}}
}}

Revision as of 22:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταλογή Medium diacritics: καταλογή Low diacritics: καταλογή Capitals: ΚΑΤΑΛΟΓΗ
Transliteration A: katalogḗ Transliteration B: katalogē Transliteration C: katalogi Beta Code: katalogh/

English (LSJ)

ἡ, (καταλέγω (B) 1.3)

   A enrolment, enlistment, στρατιωτῶν D.Chr.43.10.    II (καταλέγω (B) 1.2b) regard, respect, Plb.22.12.10 codd. (-δοχή Reiske), cf. SIG739.9 (Delph., i B. C.); καταλογῆς [ἕνεκα], honoris causa, with gen., IG7.413.37 (Oropus); καταλογή σοι εἴη 'saving your reverence', prob. for καταλογισθιείη, Hsch.; εἰς τὴν ἐμὴν κ. on my recommendation, used in letters of introduction, PStrassb.117.5 (i A. D.), POxy.787 (i A. D.), etc.; ὅπως . . κ. αὐτῶν γένηται IG14.951.9; condemned by Phryn.403.    III (καταλέγω (B) 1.1 b) recitation, opp.music, IG9(2).531.12 (Larissa, i B. C./i A. D.), Hsch.

German (Pape)

[Seite 1361] ἡ, Auswahl, Aushebung der Soldaten, Dio Chrys.; – Rücksicht auf Etwas, Phryn. p. 440; Lesart der codd. für καταδοχή bei Pol. 23, 12, 10.

Greek Monolingual

η (AM καταλογή) καταλέγω
νεοελλ.
παρακαταλογή
μσν.
ιστορία, διήγηση
αρχ.
1. ο σεβασμός προς κάποιον
2. (στο αρχ. θέατρο) απαγγελία τών ασμάτων χωρίς μουσική
3. (η αιτ. εν. ως επίρρ.) για χάρη κάποιου
4. φρ. «εἰς τὴν καταλογήν τινος» — κατά σύσταση κάποιου.

Russian (Dvoretsky)

καταλογή:καταλέγω I] почтительный прием, уважение (καταλογὴν ποιεῖσθαι τὴν ἁρμόζουσαν Polyb. - v. l. καταδοχή).