ἀχάλινος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit

Menander, Monostichoi, 436
(7)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀχάλινος]], -ον (Α) [[χαλινός]]<br /><b>1.</b> ο [[χωρίς]] [[χαλινάρι]], ο [[ανεξέλεγκτος]]<br />α) «ἀχάλινα στόματα» <br />β) «ἀχάλινα λέγειν» — το να μιλάει [[κανείς]] άκριτα, ανεξέλεγκτα)<br /><b>2.</b> [[αδωροδόκητος]], [[αδιάφθορος]].
|mltxt=[[ἀχάλινος]], -ον (Α) [[χαλινός]]<br /><b>1.</b> ο [[χωρίς]] [[χαλινάρι]], ο [[ανεξέλεγκτος]]<br />α) «ἀχάλινα στόματα» <br />β) «ἀχάλινα λέγειν» — το να μιλάει [[κανείς]] άκριτα, ανεξέλεγκτα)<br /><b>2.</b> [[αδωροδόκητος]], [[αδιάφθορος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀχάλῑνος:''' -ον, αυτός που δεν έχει [[χαλινάρι]], σε Ευρ., Αριστοφ. κ.λπ.
}}
}}

Revision as of 21:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀχάλῑνος Medium diacritics: ἀχάλινος Low diacritics: αχάλινος Capitals: ΑΧΑΛΙΝΟΣ
Transliteration A: achálinos Transliteration B: achalinos Transliteration C: achalinos Beta Code: a)xa/linos

English (LSJ)

[χᾰ], ον,

   A unbridled, στόματα E.Ba.386 (lyr.), cf. HF382 (lyr.), Ar.Ra.838, Pl.Lg.701c; ἀχάλινα λέγειν APl.4.223; ἀ. ὑπ' ἀργύρου, i.e. uncorrupted by bribes, IG9(1).270 (Atalante): neut. pl. as Adv., E.HF l.c.

German (Pape)

[Seite 417] zügellos, ἵππος Eur. Herc. f. 383; Plut. Aem. P. 18; übertr., frech, στόμα Plat. Legg. III, 701 c; Eur. Bacch. 385; ἀχάλινα λέγειν Ep. ad. 255 (Plan. 223).

Greek (Liddell-Scott)

ἀχάλῑνος: -ον, ἄνευ χαλινοῦ, στόμα Εὐρ. Βάκχ. 385, πρβλ. Ἡρ. Μαιν. 383, Ἀριστοφ. Βάτρ. 838, Πλάτ. Νόμ. 701C· ἀχ. ὑπ' ἀργύρου, ὅ ἐ. ὁ μὴ διαφθαρεὶς διὰ δώρων, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 855. 7. ― Ἐπίρρ. -νως Κύριλλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans frein.
Étymologie: ἀ, χαλινός.

Spanish (DGE)

-ον
1 desbocado, desenfrenado ταῦρος Nonn.D.28.14, neutr. plu. como adv. ἀχάλιν' ἐθόαζον de los caballos de Diomedes, E.HF 383
fig. desenfrenado, irrespetuoso στόμα(τα) E.Ba.386, Ar.Ra.838, Lyr.Adesp.119.17, Pl.Lg.701c, cf. Heraclit.All.78, λόγοι Ael.Fr.228, ἀναιδείη Opp.H.5.368
neutr. como adv. ἀχάλινα λέγειν AP 16.223.
2 fig. que no se deja dominar ὑπ' ἀργύρου IG 9(1).270.7 (Opunte III a.C.).

Greek Monolingual

ἀχάλινος, -ον (Α) χαλινός
1. ο χωρίς χαλινάρι, ο ανεξέλεγκτος
α) «ἀχάλινα στόματα»
β) «ἀχάλινα λέγειν» — το να μιλάει κανείς άκριτα, ανεξέλεγκτα)
2. αδωροδόκητος, αδιάφθορος.

Greek Monotonic

ἀχάλῑνος: -ον, αυτός που δεν έχει χαλινάρι, σε Ευρ., Αριστοφ. κ.λπ.