κυνάμυια: Difference between revisions

From LSJ

ὁκόσα γὰρ ὑπὰρ ἐκτρέπονται ὁποίου ὦν κακοῦ, τάδε ἐνύπνιον ὁρέουσι ὥρμησε → for whatever, when awake, they have an aversion to, as being an evil, rushes upon their visions in sleep (Aretaeus, Causes & Symptoms of Chronic Disease 1.5.6)

Source
(22)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κυνάμυια]], και μτγν. επ. τ. [[κυνόμυια]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[μύγα]] που τσιμπάει τους σκύλους, [[σκυλόμυγα]]<br /><b>2.</b> (ως [[υβριστικός]] [[χαρακτηρισμός]] για αναιδείς γυναίκες) αναιδέστατη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύων]], αιτ. [[κύνα]] <span style="color: red;">+</span> [[μυῖα]] με αναβιβασμό του τόνου εν συνθέσει].
|mltxt=[[κυνάμυια]], και μτγν. επ. τ. [[κυνόμυια]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[μύγα]] που τσιμπάει τους σκύλους, [[σκυλόμυγα]]<br /><b>2.</b> (ως [[υβριστικός]] [[χαρακτηρισμός]] για αναιδείς γυναίκες) αναιδέστατη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύων]], αιτ. [[κύνα]] <span style="color: red;">+</span> [[μυῖα]] με αναβιβασμό του τόνου εν συνθέσει].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κῠνάμυια:''' [νᾰ], ἡ, [[σκυλόμυγα]], δηλ. αδιάντροπη [[μύγα]], ονειδιστικό [[επίθετο]] αδιάντροπης γυναίκας, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}

Revision as of 00:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠνάμυια Medium diacritics: κυνάμυια Low diacritics: κυνάμυια Capitals: ΚΥΝΑΜΥΙΑ
Transliteration A: kynámyia Transliteration B: kynamuia Transliteration C: kynamyia Beta Code: kuna/muia

English (LSJ)

[νᾰ], ἡ,

   A dog-fly, i.e. shameless fly, abusive epith. applied by Ares to Athena, and by Hera to Aphrodite, Il.21.394, 421, cf. Ath.3.126a, 4.157a:—later κυνόμυια, Ezek.Exag.138, AP11.265 (Lucill.), Ael.NA4.51, Luc.Gall.31, etc.; ὦ γαστὴρ κυνόμυια APl. 1.9; of the plague of flies in Egypt, LXX Ex.8.21 (17), Ps.77(78).45.

Greek (Liddell-Scott)

κῠνάμυια: νᾰ, ἡ, κυνόμυια, «σκυλλόμυγα», δηλ· ἀναιδὴς μυῖα, ἐπίθετον ὑβριστικὸν ἀναιδῶν γυναικῶν, λεγόμενον ὑπὸ τοῦ Ἄρεως πρὸς τὴν Ἀθηνᾶν καὶ παρὰ τῆς Ἥρας πρὸς τὴν Ἀφροδίτην, Ἰλ. Φ. 394, 421· ― μεταγεν. συγγραφεῖς ἀπεδέξαντο τὸν ἀναλογώτερον τύπον κυνόμυια, π.χ. Ἀνθ. Π. 11. 265. Αἰλ. π. Ζ. 4. 51, Λουκ. Ἀλεκτρ. 31, κτλ.· οὕτω, ὦ γαστὴρ κυνόμυια Ἀνθ. Πλαν. 9· ἀλλ’ ὁ ἀρχαιότερος τύπος πάλιν εὑρίσκεται ἐν Ἀθην. 126Α, 157Α· πρβλ. Λοβ. Φρύν. 689.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
mouche impudente.
Étymologie: κύων, μυῖα.

English (Autenrieth)

dog-fly, an abusive epithet applied by Ares to Athēna, Il. 21.394.

Greek Monolingual

κυνάμυια, και μτγν. επ. τ. κυνόμυια, ἡ (Α)
1. μύγα που τσιμπάει τους σκύλους, σκυλόμυγα
2. (ως υβριστικός χαρακτηρισμός για αναιδείς γυναίκες) αναιδέστατη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύων, αιτ. κύνα + μυῖα με αναβιβασμό του τόνου εν συνθέσει].

Greek Monotonic

κῠνάμυια: [νᾰ], ἡ, σκυλόμυγα, δηλ. αδιάντροπη μύγα, ονειδιστικό επίθετο αδιάντροπης γυναίκας, σε Ομήρ. Ιλ.