λειμώνιος: Difference between revisions

From LSJ

μακάριοι οὓς ἐξελέξω καὶ προσελάβου → blessed are those that you have chosen and taken

Source
(22)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο (Α [[λειμώνιος]], -ία, -ον, ποιητ. θηλ. και [[λειμωνιάς]], -[[άδος]] και [[λειμωνίς]], -[[ίδος]]) [[λειμών]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε λειμώνα ή προέρχεται από λειμώνα, [[λιβαδήσιος]] («λειμώνια ἄνθεα», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[λειμωνιάς]]<br />[[νύμφη]] του λειμώνα («νύμφαι τ' ἔνυδροι λειμωνιάδες», <b>Σοφ.</b>).
|mltxt=-α, -ο (Α [[λειμώνιος]], -ία, -ον, ποιητ. θηλ. και [[λειμωνιάς]], -[[άδος]] και [[λειμωνίς]], -[[ίδος]]) [[λειμών]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε λειμώνα ή προέρχεται από λειμώνα, [[λιβαδήσιος]] («λειμώνια ἄνθεα», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[λειμωνιάς]]<br />[[νύμφη]] του λειμώνα («νύμφαι τ' ἔνυδροι λειμωνιάδες», <b>Σοφ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''λειμώνιος:''' -α, -ον ([[λειμών]]), αυτός που ανήκει στο [[λιβάδι]], [[χλοερός]], Λατ. [[pratensis]], σε Αισχύλ., Θεόκρ.
}}
}}

Revision as of 00:10, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λειμώνιος Medium diacritics: λειμώνιος Low diacritics: λειμώνιος Capitals: ΛΕΙΜΩΝΙΟΣ
Transliteration A: leimṓnios Transliteration B: leimōnios Transliteration C: leimonios Beta Code: leimw/nios

English (LSJ)

α, ον, (λειμών)

   A of a meadow, κἀπὸ γῆς λ. δρόσοι A.Ag.560; ἄνθεα Id.Fr.374; φύλλα Theoc.18.39; ἀράχναι Arist.HA555b7; ἀνεμώνη ἡ λ. Anemone pavonina, scarlet anemone, Thphr.HP6.8.1 (= ἀ. ἀγρία, q.v.); also λειμωνία, ἡ, a thorny plant, prob. = σκόλυμος, golden thistle, Scolymus hispanicus, ib.6.4.3. (λειμωνίᾳ is corrupt in S.Aj.601 (lyr.).)

German (Pape)

[Seite 23] von der Wiese, zur Wiese gehörig; δρόσοι, der Wiesenthau, Aesch. Ag. 546; ποία, Soph. Ai. 597; φύλλα, Theocr. 18, 39. Auch in Prosa, Arist. H. A. 5, 27; Theophr. u. Sp., καὶ ἕλειος βοτάνη D. Hal. 1, 37.

Greek (Liddell-Scott)

λειμώνιος: -α, -ον, (λειμὼν) ἀνήκων εἰς λειμῶνα, ἐκ λειμῶνος, Λατ. pratensis, κἀπὸ γῆς λ. δρόσοι Αἰσχύλ. Ἀγ. 560· ἄνθεα ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 313· φύλλα Θεόκρ. 18. 39· - ἐν Σοφ. Αἴ. 601, ἀντὶ τῆς ἐφθαρμένης γραφῆς τῶν Ἀντιγράφων, Ἰδαῖαι μίμνων λειμωνίᾳ ποίᾳ, ἥτις εἶναι ἐναντίον τοῦ μέτρου καὶ ἄνευ ἐννοίας τινός, διάφοροι διορθώσεις ἔχουσιν ὑποδειχθῆ, ἀλλ’ οὐδεμία αὐτῶν ἱκανοποιεῖ, ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπῳ· ἀράχναι Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 27, 3· ἀνεμώνη ἡ λ. = λειμώνιον, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 4, 3.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de prairie.
Étymologie: λειμών.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α λειμώνιος, -ία, -ον, ποιητ. θηλ. και λειμωνιάς, -άδος και λειμωνίς, -ίδος) λειμών
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε λειμώνα ή προέρχεται από λειμώνα, λιβαδήσιος («λειμώνια ἄνθεα», Αισχύλ.)
αρχ.
το θηλ. ως ουσ. λειμωνιάς
νύμφη του λειμώνα («νύμφαι τ' ἔνυδροι λειμωνιάδες», Σοφ.).

Greek Monotonic

λειμώνιος: -α, -ον (λειμών), αυτός που ανήκει στο λιβάδι, χλοερός, Λατ. pratensis, σε Αισχύλ., Θεόκρ.