μεθιδρύω: Difference between revisions

From LSJ

Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis

Menander, Monostichoi, 545
(24)
(5)
Line 10: Line 10:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μεθιδρύω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[μεταθέτω]], [[μετατοπίζω]] («ἐπὶ [[τἀναντία]] μεθιδρύσασα τὸν ἑαυτῆς βίον», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>μεθιδρύομαι</i><br />α) [[παίρνω]] [[κάτι]] [[μαζί]] μου από έναν [[τόπο]] σε [[άλλο]]<br />β) [[αλλάζω]] [[θέση]] πηγαίνοντας από [[τόπο]] σε [[τόπο]], μετατοπίζομαι [[συνεχώς]] («ὑπέφευγεν [[ἄλλοθεν]] [[ἀλλαχόσε]] χώρας μεθιδρυόμενος», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἱδρύω]].
|mltxt=[[μεθιδρύω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[μεταθέτω]], [[μετατοπίζω]] («ἐπὶ [[τἀναντία]] μεθιδρύσασα τὸν ἑαυτῆς βίον», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>μεθιδρύομαι</i><br />α) [[παίρνω]] [[κάτι]] [[μαζί]] μου από έναν [[τόπο]] σε [[άλλο]]<br />β) [[αλλάζω]] [[θέση]] πηγαίνοντας από [[τόπο]] σε [[τόπο]], μετατοπίζομαι [[συνεχώς]] («ὑπέφευγεν [[ἄλλοθεν]] [[ἀλλαχόσε]] χώρας μεθιδρυόμενος», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἱδρύω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μεθιδρύω:''' μέλ. <i>-ύσω</i>, [[τοποθετώ]] διαφορετικά, [[μεταθέτω]], σε Πλάτ. — Παθ., βρίσκομαι σε συνεχή [[κίνηση]], σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 00:12, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 112] (s. ἱδρύω), umsetzen, verändern, τὸν βίον ἐπὶ τἀναντία, Plat Legg. X, 904 e. – Med. sich von einem Orte weg nach einem andern hinbegeben, ἀλλαχόσε, Plut. Ages. 12; Polyaen. 6, 52; auch τὰς συμφοράς, mit sich nach einem andern Orte hinnehmen, D. Hal. 6, 52.

Greek (Liddell-Scott)

μεθιδρύω: τοποθετῶ διαφόρως, μεταθέτω, μετατοπίζω, ἐπὶ τἀναντία Πλάτ. Νόμ. 904Ε. - Μέσ., παραλαμβάνω μετ’ ἐμαυτοῦ εἰς ἄλλον τόπον, Διον. Ἁλ. 6. 52· - Παθ., ἐξακολουθῶ μετακινούμενος, μετατοπίζομαι συνεχῶς, ἄλλοθεν ἀλλαχόσε Πλουτ. Ἀγησίλ. 11.

French (Bailly abrégé)

propr. déplacer, transposer, changer, acc.;
Moy. μεθιδρύομαι se déplacer, transporter sa résidence.
Étymologie: μετά, ἱδρύω.

Greek Monolingual

μεθιδρύω (Α)
1. μεταθέτω, μετατοπίζω («ἐπὶ τἀναντία μεθιδρύσασα τὸν ἑαυτῆς βίον», Πλάτ.)
2. μέσ. μεθιδρύομαι
α) παίρνω κάτι μαζί μου από έναν τόπο σε άλλο
β) αλλάζω θέση πηγαίνοντας από τόπο σε τόπο, μετατοπίζομαι συνεχώς («ὑπέφευγεν ἄλλοθεν ἀλλαχόσε χώρας μεθιδρυόμενος», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + ἱδρύω.

Greek Monotonic

μεθιδρύω: μέλ. -ύσω, τοποθετώ διαφορετικά, μεταθέτω, σε Πλάτ. — Παθ., βρίσκομαι σε συνεχή κίνηση, σε Πλούτ.