ἀμελία: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ λύσῃς, ὦ ξένε, τόν ἐν τῆ οἰκία φίλον; (Ου λύσης, ω ξένε, τον εν τη οικία φίλον) → Won't you release the friend?

Source
(3)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[αναμελιά]] και ανεμελιά<br />[[έλλειψη]] φροντίδας ή προσοχής, [[αμέλεια]], [[νωθρότητα]], [[τεμπελιά]]<br />ο χαρακτηριζόμενος από [[αμελιά]], αμελιάρης και ανα-, ανεμελιάρης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> επίθ. [[άμελος]]<br />ο τ. [[αναμελιά]] <span style="color: red;"><</span> [[ανάμελος]], ο δε τ. <i>ανεμελιά</i> <span style="color: red;"><</span> [[ανέμελος]], παράλλ. τ. του επιθ. [[άμελος]]].
|mltxt=και [[αναμελιά]] και ανεμελιά<br />[[έλλειψη]] φροντίδας ή προσοχής, [[αμέλεια]], [[νωθρότητα]], [[τεμπελιά]]<br />ο χαρακτηριζόμενος από [[αμελιά]], αμελιάρης και ανα-, ανεμελιάρης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> επίθ. [[άμελος]]<br />ο τ. [[αναμελιά]] <span style="color: red;"><</span> [[ανάμελος]], ο δε τ. <i>ανεμελιά</i> <span style="color: red;"><</span> [[ανέμελος]], παράλλ. τ. του επιθ. [[άμελος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀμελία:''' ἡ, ποιητ. αντί [[ἀμέλεια]], σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 17:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμελία Medium diacritics: ἀμελία Low diacritics: αμελία Capitals: ΑΜΕΛΙΑ
Transliteration A: amelía Transliteration B: amelia Transliteration C: amelia Beta Code: a)meli/a

English (LSJ)

ἡ, poet. for ἀμέλεια, E.IA 850, Fr.187 :—also in Inscrr. and Papyri, OGI383 (Nimrud Dagh), PTeb.61a176 (ii B. C.).

German (Pape)

[Seite 121] ἡ, = ἀμέλεια, Eur. Iph. A. 850.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμελία: ἡ ποιητ. ἀντὶ τοῦ ἀμέλεια, Εὐρ. Ι. Α.. 850, Ἀποσπ. 187.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
c. ἀμέλεια.

Spanish (DGE)

ἀμελίη v. ἀμέλεια.

Greek Monolingual

και αναμελιά και ανεμελιά
έλλειψη φροντίδας ή προσοχής, αμέλεια, νωθρότητα, τεμπελιά
ο χαρακτηριζόμενος από αμελιά, αμελιάρης και ανα-, ανεμελιάρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επίθ. άμελος
ο τ. αναμελιά < ανάμελος, ο δε τ. ανεμελιά < ανέμελος, παράλλ. τ. του επιθ. άμελος].

Greek Monotonic

ἀμελία: ἡ, ποιητ. αντί ἀμέλεια, σε Ευρ.