ἀναγωγός: Difference between revisions

From LSJ

κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes

Source
(3)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀναγωγός]], -όν (ΑΜ) [[ἀνάγω]]<br /><b>1.</b> αυτός που οδηγεί, που κινεί [[κάτι]] [[προς]] τα [[επάνω]], που ανεβάζει<br /><b>2.</b> αυτός που εξυψώνει ηθικά, που μεταρσιώνει.
|mltxt=[[ἀναγωγός]], -όν (ΑΜ) [[ἀνάγω]]<br /><b>1.</b> αυτός που οδηγεί, που κινεί [[κάτι]] [[προς]] τα [[επάνω]], που ανεβάζει<br /><b>2.</b> αυτός που εξυψώνει ηθικά, που μεταρσιώνει.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνάγωγος]], -ον)<br />αυτός που δεν έχει [[αγωγή]], καλή [[ανατροφή]], [[αγενής]], [[κακοαναθρεμμένος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(στα Μαθηματικά για κλάσματα) αυτός που δεν επιδέχεται [[αναγωγή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> κακόγουστος, [[άσχημος]]<br /><b>2.</b> [[αμαθής]], [[αμόρφωτος]]<br /><b>3.</b> [[έκλυτος]], [[ακόλαστος]]<br /><b>4.</b> (για άλογα και σκύλους) [[ατίθασος]], [[αδάμαστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀν</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> [[ἀγωγή]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀναγωγία]]].
}}
}}

Revision as of 06:52, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναγωγός Medium diacritics: ἀναγωγός Low diacritics: αναγωγός Capitals: ΑΝΑΓΩΓΟΣ
Transliteration A: anagōgós Transliteration B: anagōgos Transliteration C: anagogos Beta Code: a)nagwgo/s

English (LSJ)

όν,

   A bringing up, eliciting, πτυάλου Hp.Acut.58.    2 raising or conveying up, ἡ διὰ τοῦ πυρὸς προσαγωγὴ τῶν θυσιῶν ἀ. ἐπὶ τὸ οὐράνιον πῦρ Iamb.Myst.5.11.    b uplifting the soul, elevating, θεός Jul.Or.5.173c, cf. Iamb.Myst.2.6, Syrian. in Metaph.14.36, Procl.Inst.158; σωτηρία Dam.Isid.232; ἀ. τοῦ τρίτου εἰς τὸ πρῶτον Id.Pr.75.

German (Pape)

[Seite 185] (ἀνάγω), dasselbe, bes. in phys. Beziehung, hinaufführend, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναγωγός: -όν, ὁ ἀνάγων πρὸς τὰ ἄνω, ἀναβιβάζων, πτυέλου Ἱππ. π. διαίτ. Ὀξ. 392. 2) ὁ ἀποκαθιστῶν, ἀποδίδων, Ἰαμβλ. Μυστ. 2. 6, ἐξεγείρων, ὁ ἀνυψῶν, ὑπέροχος, ζωὴ Ἐκκλ.

Spanish (DGE)

-όν
no conducido, alejado de διδάσκοντες ὧν ἀπέχεσθαι προσήκει καὶ ἀναγωγὸν εἶναι τὴν παρθένον Meth.Symp.5.5.
-όν
1 medic. que expulsa, expectorante πτυάλου Hp.Acut.58.
2 que hace ascender ἐπὶ τὸ θεῖον καὶ οὐράνιον πῦρ Iambl.Myst.5.11, ἐπὶ τὸ νοητόν Procl.in Cra.111.8
que eleva el alma, espiritual θεός Iul.Or.8.173c, Iambl.Myst.8.8, ζωή Procl.Phil.Chal.1, σωτηρία Dam.Isid.232, φάη Synes.Hymn.1.377
τὴν ἄχραντον (ἰδιότητα) καὶ τὴν κόσμιον καὶ τὴν ἀ. Procl.in Cra.105.20, cf. τὸ ἀ. lo que eleva (al alma), Procl.Inst.158.

Greek Monolingual

ἀναγωγός, -όν (ΑΜ) ἀνάγω
1. αυτός που οδηγεί, που κινεί κάτι προς τα επάνω, που ανεβάζει
2. αυτός που εξυψώνει ηθικά, που μεταρσιώνει.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνάγωγος, -ον)
αυτός που δεν έχει αγωγή, καλή ανατροφή, αγενής, κακοαναθρεμμένος
νεοελλ.
(στα Μαθηματικά για κλάσματα) αυτός που δεν επιδέχεται αναγωγή
αρχ.
1. κακόγουστος, άσχημος
2. αμαθής, αμόρφωτος
3. έκλυτος, ακόλαστος
4. (για άλογα και σκύλους) ατίθασος, αδάμαστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν- στερ. + ἀγωγή.
ΠΑΡ. αρχ. ἀναγωγία].