ἀναξέω: Difference between revisions

From LSJ

ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant

Source
(3)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anakseo
|Transliteration C=anakseo
|Beta Code=a)nace/w
|Beta Code=a)nace/w
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">hew smooth, polish</b>, IG7.3073.123 (Lebad.); part. contr. <b class="b3">ἀναξῶν</b> ib.22.463.72:—Pass., λίθου ἀνεξεσμένου <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>13.6.6</span>.</span>
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[hew smooth]], [[polish]], IG7.3073.123 (Lebad.); part. contr. <b class="b3">ἀναξῶν</b> ib.22.463.72:—Pass., λίθου ἀνεξεσμένου <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>13.6.6</span>.</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 11:25, 30 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναξέω Medium diacritics: ἀναξέω Low diacritics: αναξέω Capitals: ΑΝΑΞΕΩ
Transliteration A: anaxéō Transliteration B: anaxeō Transliteration C: anakseo Beta Code: a)nace/w

English (LSJ)

   A hew smooth, polish, IG7.3073.123 (Lebad.); part. contr. ἀναξῶν ib.22.463.72:—Pass., λίθου ἀνεξεσμένου J.AJ13.6.6.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναξέω: ξέω καλῶς, ξέων καθιστῶ λείαν τὴν ἐπιφάνειαν λίθου ἢ ξύλου, στιλβώνω, λίθου ἀνεξεσμένου Ἰωσὴπ. Ἀρ. Ἰ. 13. 6, 6. - ἀναξῶν = ἀναξέων, Ἐπιγρ. Ἀθηνῶν, Συλλ. Ἐπιγρ. Ἀττ. ΙΙ. 167, ϛ΄, 72.

Spanish (DGE)

• Morfología: [pres. part. contr. ἀναξῶν IG 22.463.72; perf. part. ἀνεξεσμένου I.AI 13.211]
alisar, pulir ἀναξέων τοὺς κανόνας IG 7.3073.123 (Lebadea), ἀναξῶν τοὺς ἁρμούς IG 22.l.c., μνημεῖον ... ἐκ λίθου ... ἀνεξεσμένου I.AI l.c.

Greek Monolingual

ἀναξέω) νεοελλ.
1. (για πληγές) ερεθίζω με ξύσιμο, ανοίγω πάλι το τραύμα
2. (για εχθρότητα, πάθος κ.λπ.) ανανεώνω, υποδαυλίζω, επαναφέρω σε οξύτητα
αρχ.
κάνω κάτι λείο ή στιλπνό, λειαίνω, στιλβώνω, γυαλίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα- + ξέω «ξύνω, ερεθίζω».
ΠΑΡ. νεοελλ. ανάξεση].