αργεμώνη: Difference between revisions
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
(6) |
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[ἀργεμώνη]])<br />αγριοπαπαρούνα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η [[αργεμώνη]] χρησιμοποιήθηκε [[κατά]] τον Διοσκουρίδη ως [[φάρμακο]] [[κατά]] της αρρώστιας [[άργεμος]], [[αλλά]] δεν [[είναι]] βέβαιο αν πήρε από αυτό την [[ονομασία]] του. Δεν αποκλείεται [[ακόμη]] να προέρχεται από δάνεια ([[ξένη]]) [[λέξη]], παρετυμολογικά μεταπλασμένη. Η [[ερμηνεία]] της λ. από το εβρ. '<i>arg</i><i>ā</i><i>m</i><i>ā</i><i>n</i> «κόκκινη [[βαφή]]» [[είναι]] σημασιολογικά ελάχιστα ικανοποιητική. Τέλος, η λ. [[αργεμώνη]] ανήκει σε [[ομάδα]] λέξεων που σχηματίζονται με το [[επίθημα]] -<i>ώνη</i> και δηλώνουν ονόματα [[φυτών]] ( | |mltxt=η (Α [[ἀργεμώνη]])<br />αγριοπαπαρούνα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η [[αργεμώνη]] χρησιμοποιήθηκε [[κατά]] τον Διοσκουρίδη ως [[φάρμακο]] [[κατά]] της αρρώστιας [[άργεμος]], [[αλλά]] δεν [[είναι]] βέβαιο αν πήρε από αυτό την [[ονομασία]] του. Δεν αποκλείεται [[ακόμη]] να προέρχεται από δάνεια ([[ξένη]]) [[λέξη]], παρετυμολογικά μεταπλασμένη. Η [[ερμηνεία]] της λ. από το εβρ. '<i>arg</i><i>ā</i><i>m</i><i>ā</i><i>n</i> «κόκκινη [[βαφή]]» [[είναι]] σημασιολογικά ελάχιστα ικανοποιητική. Τέλος, η λ. [[αργεμώνη]] ανήκει σε [[ομάδα]] λέξεων που σχηματίζονται με το [[επίθημα]] -<i>ώνη</i> και δηλώνουν ονόματα [[φυτών]] (πρβλ. [[ανεμώνη]], [[ιασιώνη]] <b>κ.ά.</b>). Η [[προέλευση]] των λέξεων αυτών παραμένει αβέβαιη]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:00, 23 December 2018
Greek Monolingual
η (Α ἀργεμώνη)
αγριοπαπαρούνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η αργεμώνη χρησιμοποιήθηκε κατά τον Διοσκουρίδη ως φάρμακο κατά της αρρώστιας άργεμος, αλλά δεν είναι βέβαιο αν πήρε από αυτό την ονομασία του. Δεν αποκλείεται ακόμη να προέρχεται από δάνεια (ξένη) λέξη, παρετυμολογικά μεταπλασμένη. Η ερμηνεία της λ. από το εβρ. 'argāmān «κόκκινη βαφή» είναι σημασιολογικά ελάχιστα ικανοποιητική. Τέλος, η λ. αργεμώνη ανήκει σε ομάδα λέξεων που σχηματίζονται με το επίθημα -ώνη και δηλώνουν ονόματα φυτών (πρβλ. ανεμώνη, ιασιώνη κ.ά.). Η προέλευση των λέξεων αυτών παραμένει αβέβαιη].