ἀτρεμία: Difference between revisions

From LSJ

εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead

Source
(6)
(3)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἀτρεμία]]) [[ατρεμής]]<br /><b>1.</b> το να μην τρέμει [[κάποιος]] ή [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[αταραξία]], [[αφοβία]].
|mltxt=η (Α [[ἀτρεμία]]) [[ατρεμής]]<br /><b>1.</b> το να μην τρέμει [[κάποιος]] ή [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[αταραξία]], [[αφοβία]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀτρεμία:''' ἡ ([[ἀτρεμής]]), [[στάση]], [[ακινησία]], <i>ἀτρεμίαν ἔχειν</i> ή <i>ἄγειν</i>, σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 21:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτρεμία Medium diacritics: ἀτρεμία Low diacritics: ατρεμία Capitals: ΑΤΡΕΜΙΑ
Transliteration A: atremía Transliteration B: atremia Transliteration C: atremia Beta Code: a)tremi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A keeping still, ἀτρεμίαν ἔχειν X.Cyr.6.3.13, cf. Max.295; ἀ. λιμένων AP9.555.6 (Crin.); ἐν ἀτρεμίᾳ Cerc.5.7: pl., Arist.HA537a4.    2 intrepidity, Pi.N.11.12.

German (Pape)

[Seite 388] ἡ, das Nichtzittern, Unerschrockenheit, Pind. N. 11, 12. – Ruhe, ἀτρεμίαν ἔχειν, = ἀτρέμας ἔχειν, Xen. Cyr. 6, 3, 13; λιμένων Crinag. 23 (IX, 555).

Greek (Liddell-Scott)

ἀτρεμία: ἡ, τὸ ἀτρεμεῖν, τὸ μένειν ἀκίνητον, ἀτρεμίαν ἔχειν ἢ ἄγειν, = ἀτρεμεῖν, Ξεν. Κύρ. 6. 3, 13· ― ἀταραξία, ἀφοβία, Πινδ. Ν. 11, 15. ὡσαύτως ἀτρεμησία, ἡ, Κύριλλ. κ. Ἰουλ. 3. τ. 6, σ. 97Ε.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
état de celui qui ne tremble pas, immobilité ; ἀτρεμίαν ἔχειν XÉN demeurer immobile.
Étymologie: ἀτρεμής.

English (Slater)

ἀτρεμία
   1 steadfastness, fearlessness ἄνδρα δἐγὼ μακαρίζω μὲν πατέρ' Ἀρκεσίλαν καὶ τὸ θαητὸν δέμας ἀτρεμίαν τε σύγγονον (N. 11.12) [ἀρτεμιᾳ dub. (Pae. 12.3) ]

Spanish (DGE)

-ας, ἡ

• Alolema(s): ἀτρεμίη Hp.Art.33, AP 9.555 (Crin.), Max.295
1 inmovilidad ἡσυχίη καὶ ἀ. ξυμφέρει μάλιστα Hp.Vlc.1, cf. l.c., durante el sueño, Arist.HA 537a4, ἀτρεμίαν ἔχειν estar quieto X.Cyr.6.3.13, ἐπεὶ πολὺ βέλτερον ἔσται ἀτρεμίην ἐχέμεν Max.l.c.
2 calma, tranquilidad ὅσα δὲ (φάρμακα) ὕπνον ποιέει, ἀτρεμίην δεῖ τῷ σώματι παρέχειν Hp.Aff.36, ἡ ἀ. πιαίνει Arist.HA 595a30, <ἐν> ἀτρεμίᾳ Cerc.5.7, νῆσον ... εὐάνεμον λιμένων τ' ἤπιον ἀτρεμίῃ AP l.c., cf. Hsch.
3 intrepidez μακαρίζω ... ἀτρεμίαν τε σύγγονον Pi.N.11.12.

Greek Monolingual

η (Α ἀτρεμία) ατρεμής
1. το να μην τρέμει κάποιος ή κάτι
2. αταραξία, αφοβία.

Greek Monotonic

ἀτρεμία: ἡ (ἀτρεμής), στάση, ακινησία, ἀτρεμίαν ἔχειν ή ἄγειν, σε Ξεν.