διακομιδή: Difference between revisions
Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid
(9) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[διακομιδή]]) [[διακομίζω]]<br />[[μεταφορά]], διακόμιση, [[μετακόμιση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[διακομιδή]] τραυματιών» — η [[μεταφορά]] τραυματιών από την πρώτη [[γραμμή]] στα [[μετόπισθεν]]. | |mltxt=η (Α [[διακομιδή]]) [[διακομίζω]]<br />[[μεταφορά]], διακόμιση, [[μετακόμιση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[διακομιδή]] τραυματιών» — η [[μεταφορά]] τραυματιών από την πρώτη [[γραμμή]] στα [[μετόπισθεν]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=διακομιδή -ῆς, ἡ [διακομίζω] transport. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:20, 31 December 2018
English (LSJ)
Dor. διακομ-ῐδά, ἡ,
A carrying over, τῶν ἀνδρῶν ἐς τὴν νῆσον Th.3.76. II (from Pass.) passage, voyage, ἐκ Κρήτας εἰς Ῥόδον SIG581.23 (Crete, ii B.C.).
German (Pape)
[Seite 582] ἡ, das Hinüberfahren, Uebersetzen, ἡ τῶν ἀνδρῶν εἰς τὴν νῆσον Thuc. 3, 76.
Greek (Liddell-Scott)
διακομῐδή: ἡ, ἡ μετακόμισις, μεταβίβασις, τινὸς εἰς τόπον Θουκ. 3. 76.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
transport.
Étymologie: διακομίζω.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
• Alolema(s): dór. -ά ICr.3.3A.23 (Hierapitna II a.C.)
transporte c. gen. obj., gener. ref. superficies acuáticas τῶν ἀνδρῶν ἐς τὴν νῆσον Th.3.76, εἰς Ῥώμην τοῦ σίτου SEG 34.558.39 (Larisa II a.C.), cf. Plb.4.10.4, τῶν θηρίων Plb.3.45.6, τῶν ξύλων dud. en PLille 25.3 (III a.C.)
•envío τῶν στρατιωτικῶν ἀννώνων SB 9597.3 (IV d.C.), de una carta, Synes.Ep.19, Basil.Ep.198.1
•traslado sólo c. giro prep., por mar ἐκ Κρήτας εἰς Ῥόδον ICr.l.c., por tierra εἰς Αἴγυπτον Eus.DE 9.3 (p.409).
Greek Monolingual
η (Α διακομιδή) διακομίζω
μεταφορά, διακόμιση, μετακόμιση
νεοελλ.
φρ. «διακομιδή τραυματιών» — η μεταφορά τραυματιών από την πρώτη γραμμή στα μετόπισθεν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διακομιδή -ῆς, ἡ [διακομίζω] transport.