δυσδιάλυτος: Difference between revisions

From LSJ

κατ' ἀρχῆς γὰρ φιλαίτιος λεώςpeople are always ready to blame the rulers, people are against authority, people were fond of anything by which they could call authority in question

Source
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[δυσδιάλυτος]], -ον)<br />αυτός που δύσκολα διαλύεται («[[σκόνη]] δυσδιάλυτη στο [[νερό]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για έχθρες και διαφωνίες) αυτός που δύσκολα αίρεται ή τακτοποιείται.
|mltxt=-η, -ο (AM [[δυσδιάλυτος]], -ον)<br />αυτός που δύσκολα διαλύεται («[[σκόνη]] δυσδιάλυτη στο [[νερό]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για έχθρες και διαφωνίες) αυτός που δύσκολα αίρεται ή τακτοποιείται.
}}
{{lsm
|lsmtext='''δυσδιάλῠτος:''' -ον, αυτός που δύσκολα διαλύεται, σε Αριστ.
}}
}}

Revision as of 22:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσδιάλῠτος Medium diacritics: δυσδιάλυτος Low diacritics: δυσδιάλυτος Capitals: ΔΥΣΔΙΑΛΥΤΟΣ
Transliteration A: dysdiálytos Transliteration B: dysdialytos Transliteration C: dysdialytos Beta Code: dusdia/lutos

English (LSJ)

ον,

   A hard to dissolve, Arist.Pr.870b31 (Comp.): σχῆμα τῆς τάξεως Plb.1.26.16.    2 hard to digest, Philotim. ap. Ath.2.53f, Gal.16.760.    II hard to reconcile, Arist.EN1126a20.

German (Pape)

[Seite 677] schwer aufzulösen, zu trennen; τάξις Pol. 1, 26, 16; Plut.; schwer zu versöhnen, Arist. Eth. 4, 5, 11; von Speisen, Ath. II, 53 f.

Greek (Liddell-Scott)

δυσδιάλῠτος: -ον, δυσκόλως διαλυόμενος, Ἀριστ. Προβλ. 2. 42· τάξις Πολύβ. 1. 26, 16. ΙΙ. δυσκόλως διαλλασσόμενος, συμφιλιούμενος, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 5, 10.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à diviser, à séparer, à rompre ; difficile à réconcilier.
Étymologie: δυσ-, διαλύω.

Spanish (DGE)

-ον
I 1fisiol. difícil de disolver o disgregar, difícil de absorber τὰ ὑγρὰ τοῦ χειμῶνος πέπηγε ... δυσδιαλυτώτερα Arist.Pr.870b31, en la digestión δυσκατέργαστά ἐστιν ὠμὰ πάντα καὶ δυσδιάλυτα Phylotim.8, (μύκητες) Dsc.4.82, τὰ κρέα Gal.16.760, (τὸ γάλα) Sor.2.9.48
subst. τὸ δ. difícil absorción τοῦ χυμοῦ Gal.7.378.
2 difícil de deshacer, resistente σχῆμα τῆς τάξεως de una formación naval, Plb.1.26.16, cf. Theol.Ar.21, δεσμός Ph.2.511, cf. Sch.Er.Il.15.18a, ὥστε καὶ λίθῳ καὶ σιδήρῳ δυσδιάλυτον ref. a lo que está bien ajustado, Plu.2.983d
fig. difícil de suprimir, difícil de aplacar ἡ ἔχθρα Chrys.M.49.205
de la enfermedad pertinaz, difícil de curar Gr.Nyss.Ep.19.17.
II difícil de reconciliar οἱ δὲ πικροί ref. al temperamento de la pers., Arist.EN 1126a20.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δυσδιάλυτος, -ον)
αυτός που δύσκολα διαλύεται («σκόνη δυσδιάλυτη στο νερό»)
αρχ.
1. (για έχθρες και διαφωνίες) αυτός που δύσκολα αίρεται ή τακτοποιείται.

Greek Monotonic

δυσδιάλῠτος: -ον, αυτός που δύσκολα διαλύεται, σε Αριστ.