δυσάντητος: Difference between revisions

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
(9)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δυσάντητος]], -ον (AM)<br /><b>1.</b> αυτός που η [[συνάντηση]] [[μαζί]] του [[είναι]] δυσάρεστη ή δυσοίωνη («ἑτέραν ἐκτρέπονται, δυσάντητον καὶ ἀποτρόπαιον [[θέαμα]] ὄψεσθαι ὑπολαμβάνοντες» — αλλάζουν δρόμο [[γιατί]] νομίζουν ότι θα δουν [[θέαμα]] αποτρόπαιο και δυσοίωνο [που η [[συνάντηση]] [[μαζί]] του θα φέρει [[κακοτυχία]]], Λουκ.)<br /><b>2.</b> αυτός που δύσκολα αντιμετωπίζεται, αντικρούεται («ἀχθεινὰ [[πάθη]] καὶ δυσάντητα», <b>Πλούτ.</b>).
|mltxt=[[δυσάντητος]], -ον (AM)<br /><b>1.</b> αυτός που η [[συνάντηση]] [[μαζί]] του [[είναι]] δυσάρεστη ή δυσοίωνη («ἑτέραν ἐκτρέπονται, δυσάντητον καὶ ἀποτρόπαιον [[θέαμα]] ὄψεσθαι ὑπολαμβάνοντες» — αλλάζουν δρόμο [[γιατί]] νομίζουν ότι θα δουν [[θέαμα]] αποτρόπαιο και δυσοίωνο [που η [[συνάντηση]] [[μαζί]] του θα φέρει [[κακοτυχία]]], Λουκ.)<br /><b>2.</b> αυτός που δύσκολα αντιμετωπίζεται, αντικρούεται («ἀχθεινὰ [[πάθη]] καὶ δυσάντητα», <b>Πλούτ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''δυσάντητος:''' -ον ([[ἀντάω]]), [[δυσάρεστος]] στο να συναντηθεί από κάποιον, [[απεχθής]], [[ενοχλητικός]], σε Λουκ.
}}
}}

Revision as of 19:15, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσάντητος Medium diacritics: δυσάντητος Low diacritics: δυσάντητος Capitals: ΔΥΣΑΝΤΗΤΟΣ
Transliteration A: dysántētos Transliteration B: dysantētos Transliteration C: dysantitos Beta Code: dusa/nthtos

English (LSJ)

ον,

   A disagreeable to meet, boding of ill, opp. εὐάντητος, Luc.Tim.5, etc.    II hard to withstand, πάθη Plu.2.118c; ὀδύναι Procl.H.3.5; κακά Max. Tyr.5.3.

German (Pape)

[Seite 676] unangenehm zu begegnen, widrig, lästig, mit böser Vorbedeutung verbunden; θέαμα Luc. Tim. 5 u. a. Sp.; dem man schwer widerstehen kann, καὶ ἀχθεινὰ πάθη Plut. Consol. ad Apollon. p. 359.

Greek (Liddell-Scott)

δυσάντητος: -ον, οὗ ἡ συνάντησις εἶνε δυσάρεστος ἢ δυσοιώνιστος, ἀντίθ. εὐάντητος, Λουκ. Τίμ. 5, κτλ. ΙΙ. καθ᾿ οὗ δύσκολον νὰ ἀντιστῇ τις, δυσκαταγώνιστος, Πλούτ. 2. 118C.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 dont l’abord est terrible ou funeste;
2 terrible ou funeste.
Étymologie: δυσ-, ἀντάω.

Spanish (DGE)

-ον
1 que constituye un mal encuentro, ante lo que es mejor no encontrarse θέαμα Luc.Tim.5, κυδοιμός Nonn.D.24.168, ἔρωτες Nonn.D.42.406, un león, Cyr.Al.M.71.160A.
2 difícil de soportar πάθη Plu.2.118c, ὀδύναι Procl.H.3.5, κακά Max.Tyr.34.3.

Greek Monolingual

δυσάντητος, -ον (AM)
1. αυτός που η συνάντηση μαζί του είναι δυσάρεστη ή δυσοίωνη («ἑτέραν ἐκτρέπονται, δυσάντητον καὶ ἀποτρόπαιον θέαμα ὄψεσθαι ὑπολαμβάνοντες» — αλλάζουν δρόμο γιατί νομίζουν ότι θα δουν θέαμα αποτρόπαιο και δυσοίωνο [που η συνάντηση μαζί του θα φέρει κακοτυχία], Λουκ.)
2. αυτός που δύσκολα αντιμετωπίζεται, αντικρούεται («ἀχθεινὰ πάθη καὶ δυσάντητα», Πλούτ.).

Greek Monotonic

δυσάντητος: -ον (ἀντάω), δυσάρεστος στο να συναντηθεί από κάποιον, απεχθής, ενοχλητικός, σε Λουκ.