ἑκατηβόλος: Difference between revisions

From LSJ

Βέβαιον οὐδέν ἐστιν ἐν θνητῷ βίῳ → Nihil, ut videtur, proprium in vita datur → Nichts Festes gibt's im Leben eines Sterblichen

Menander, Monostichoi, 57
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἑκατηβόλος]], -ον, δωρ. τ. [[ἑκαταβόλος]] (Α)<br />αυτός που βάλλει, που ρίχνει από [[μακριά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[είναι]] σύνθετη και εμφανίζει ως β' συνθετικό -<i>βολος</i> <span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]. Ήδη από την [[αρχαιότητα]] συσχετίστηκε ο τ. [[εκατηβόλος]] με το [[εκηβόλος]] και ερμηνευόταν «αυτός που ρίχνει από [[μακριά]]». Δυσκολίες παρέχει η [[ερμηνεία]] του α' συνθετικού, για τον οποίο έχουν διατυπωθεί οι [[εξής]] υποθέσεις: α) <span style="color: red;"><</span> <i>εκατόν</i>, [[οπότε]] ο τ. θα είχε τη [[μορφή]] <i>εκατόμ</i>-<i>βολος</i> και η [[σημασία]] του θα ήταν «αυτός που ρίχνει 100 ακόντια» <br />β) <span style="color: red;"><</span> [[εκηβόλος]] με</i> παρετυμολογική [[επίδραση]] του <i>εκατόν</i> και γ) από συμφυρμό τών [[εκηβόλος]] και <i>Έκατος</i> ([[προσωνυμία]] του Απόλλωνος). Το ίδιο α' συνθετικό εμφανίζεται και στο σπάνιο σύνθετο [[επίθετο]] του Απόλλωνος <i>εκατηβελέτης</i>, του οποίου το β' συνθετικό συνδέεται με το ρ. [[βάλλω]]. Η λ. αποτελεί [[προφανώς]] παρεκτεταμένο τ. σε -<i>της</i> του <i>εκατηβελής</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[αιειγενέτης]] <span style="color: red;"><</span> <i>αιειγενης</i>), [[κατά]] το <i>εριβρεμέτης</i>].
|mltxt=[[ἑκατηβόλος]], -ον, δωρ. τ. [[ἑκαταβόλος]] (Α)<br />αυτός που βάλλει, που ρίχνει από [[μακριά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[είναι]] σύνθετη και εμφανίζει ως β' συνθετικό -<i>βολος</i> <span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]. Ήδη από την [[αρχαιότητα]] συσχετίστηκε ο τ. [[εκατηβόλος]] με το [[εκηβόλος]] και ερμηνευόταν «αυτός που ρίχνει από [[μακριά]]». Δυσκολίες παρέχει η [[ερμηνεία]] του α' συνθετικού, για τον οποίο έχουν διατυπωθεί οι [[εξής]] υποθέσεις: α) <span style="color: red;"><</span> <i>εκατόν</i>, [[οπότε]] ο τ. θα είχε τη [[μορφή]] <i>εκατόμ</i>-<i>βολος</i> και η [[σημασία]] του θα ήταν «αυτός που ρίχνει 100 ακόντια» <br />β) <span style="color: red;"><</span> [[εκηβόλος]] με</i> παρετυμολογική [[επίδραση]] του <i>εκατόν</i> και γ) από συμφυρμό τών [[εκηβόλος]] και <i>Έκατος</i> ([[προσωνυμία]] του Απόλλωνος). Το ίδιο α' συνθετικό εμφανίζεται και στο σπάνιο σύνθετο [[επίθετο]] του Απόλλωνος <i>εκατηβελέτης</i>, του οποίου το β' συνθετικό συνδέεται με το ρ. [[βάλλω]]. Η λ. αποτελεί [[προφανώς]] παρεκτεταμένο τ. σε -<i>της</i> του <i>εκατηβελής</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[αιειγενέτης]] <span style="color: red;"><</span> <i>αιειγενης</i>), [[κατά]] το <i>εριβρεμέτης</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἑκᾰτηβόλος:''' -ον ([[ἑκάς]], [[βάλλω]]), αυτός που σημαδεύει από [[μακριά]], επίθ. του Απόλλωνα, σε Όμηρ., Ησίοδ.· ως ουσ., η Τοξοβόλος, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}

Revision as of 22:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑκᾰτηβόλος Medium diacritics: ἑκατηβόλος Low diacritics: εκατηβόλος Capitals: ΕΚΑΤΗΒΟΛΟΣ
Transliteration A: hekatēbólos Transliteration B: hekatēbolos Transliteration C: ekativolos Beta Code: e(kathbo/los

English (LSJ)

ον, Dor. ἑκατᾱ - (q.v.), epith. of Apollo, Hom., Hes.: as Subst., Il.15.231 ; also of Artemis, h.Hom.9.6. (Expld. by the ancients as, =

   A far-darting, Hsch., etc. (or, shooting a hundred βέλη, Id.) ; but perh. originally, hitting the mark at will, cf. ἑκάεργος.)

German (Pape)

[Seite 752] ὁ, weithin treffend, Beiname des Apollo, oft Hom., Hes.; Pind. P. 8, 64, der auch τόξοι Μοισᾶν so nennt, Ol. 9, 5; der Artemis, H. h. 8, 6. Als subst., ὁ (Apollo), Il. 15, 231.

Greek (Liddell-Scott)

ἑκᾰτηβόλος: -ον, (ἑκάς, βάλλω) ὁ μακρὰν βάλλων, ἐπίθ. τοῦ Ἀπόλλωνος, Ὅμ. καὶ Ἡσ.· ὡς οὐσιαστ., Ἰλ. Ο. 231. - Πρβλ. ἑκηβόλος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui lance ses traits au loin.
Étymologie: ἕκατος, βάλλω.

English (Autenrieth)

(ϝέκατος, βάλλω): fardarting, epithet of Apollo; subst., the ‘far-darter,’ Il. 15.231.

Greek Monolingual

ἑκατηβόλος, -ον, δωρ. τ. ἑκαταβόλος (Α)
αυτός που βάλλει, που ρίχνει από μακριά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι σύνθετη και εμφανίζει ως β' συνθετικό -βολος < βάλλω. Ήδη από την αρχαιότητα συσχετίστηκε ο τ. εκατηβόλος με το εκηβόλος και ερμηνευόταν «αυτός που ρίχνει από μακριά». Δυσκολίες παρέχει η ερμηνεία του α' συνθετικού, για τον οποίο έχουν διατυπωθεί οι εξής υποθέσεις: α) < εκατόν, οπότε ο τ. θα είχε τη μορφή εκατόμ-βολος και η σημασία του θα ήταν «αυτός που ρίχνει 100 ακόντια»
β) < εκηβόλος με παρετυμολογική επίδραση του εκατόν και γ) από συμφυρμό τών εκηβόλος και Έκατος (προσωνυμία του Απόλλωνος). Το ίδιο α' συνθετικό εμφανίζεται και στο σπάνιο σύνθετο επίθετο του Απόλλωνος εκατηβελέτης, του οποίου το β' συνθετικό συνδέεται με το ρ. βάλλω. Η λ. αποτελεί προφανώς παρεκτεταμένο τ. σε -της του εκατηβελής (πρβλ. αιειγενέτης < αιειγενης), κατά το εριβρεμέτης].

Greek Monotonic

ἑκᾰτηβόλος: -ον (ἑκάς, βάλλω), αυτός που σημαδεύει από μακριά, επίθ. του Απόλλωνα, σε Όμηρ., Ησίοδ.· ως ουσ., η Τοξοβόλος, σε Ομήρ. Ιλ.