ἔκτροπος: Difference between revisions
Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος – For men reason is a healer of grief – Für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort – Maeroris unica medicina oratio.
(11) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἔκτροπος]], -ον)<br />Ι. αυτός που έχει υποστεί [[εκτροπή]], που αποκλίνει από τον κανονικό δρόμο ή [[διεύθυνση]]<br />[[επομένως]] [[άτοπος]], [[απρεπής]], [[ανάρμοστος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>συν. στον πληθ.</b> <i>τα έκτροπα</i><br />ανάρμοστες, άπρεπες πράξεις<br />II. <b>επίρρ.</b> <i>ἐκτρόπως</i><br />[[κατά]] [[παρέκβαση]] από τον κανονικό δρόμο, έξω από τον παραδεκτό τρόπο. | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἔκτροπος]], -ον)<br />Ι. αυτός που έχει υποστεί [[εκτροπή]], που αποκλίνει από τον κανονικό δρόμο ή [[διεύθυνση]]<br />[[επομένως]] [[άτοπος]], [[απρεπής]], [[ανάρμοστος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>συν. στον πληθ.</b> <i>τα έκτροπα</i><br />ανάρμοστες, άπρεπες πράξεις<br />II. <b>επίρρ.</b> <i>ἐκτρόπως</i><br />[[κατά]] [[παρέκβαση]] από τον κανονικό δρόμο, έξω από τον παραδεκτό τρόπο. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἔκτροπος:''' дальний, заброшенный ([[insula]] Cic.). | |||
}} | }} |
Revision as of 13:56, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A turning out of the way. Adv. -πως Erot. s.v. ἐκπατίως.
German (Pape)
[Seite 783] abweichend, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
ἔκτροπος: -ον, ἐκτρεπόμενος τῆς ὁδοῦ, Γρηγ. Νύσσ. 1. σ. 264., 2. σ. 505.
Spanish (DGE)
-ον
I 1que se aparta o desvía, alterado, descompuesto ἔκτροπον εἶδος ἔθηκεν descompuso su aspecto Gr.Naz.M.37.1547A.
2 mús. inarmónico, disonante πνεῦμα Gr.Naz.M.37.453A, fig. ἔκτροπον ... τῶν ἐν ἀρετῇ ζώντων ... τὸ ἦθος Gr.Nyss.Pss.33.15
•subst. τὸ ἔ. Gr.Nyss.Eun.3.2.144.
II adv. -ως de manera desviada, anómalamente Erot.41.16.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἔκτροπος, -ον)
Ι. αυτός που έχει υποστεί εκτροπή, που αποκλίνει από τον κανονικό δρόμο ή διεύθυνση
επομένως άτοπος, απρεπής, ανάρμοστος
νεοελλ.
συν. στον πληθ. τα έκτροπα
ανάρμοστες, άπρεπες πράξεις
II. επίρρ. ἐκτρόπως
κατά παρέκβαση από τον κανονικό δρόμο, έξω από τον παραδεκτό τρόπο.
Russian (Dvoretsky)
ἔκτροπος: дальний, заброшенный (insula Cic.).