ἐναμβλύνω: Difference between revisions

From LSJ

Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονAnaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
(11)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐναμβλύνω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] εσωτερικά αμβλύ<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[κάνω]] κάποιον άτολμο, [[αποθαρρύνω]].
|mltxt=[[ἐναμβλύνω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] εσωτερικά αμβλύ<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[κάνω]] κάποιον άτολμο, [[αποθαρρύνω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐναμβλύνω:''' [ῡ], [[συγκρατώ]], [[κατασιγάζω]], [[εξασθενίζω]], [[αποθαρρύνω]], σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 22:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐναμβλύνω Medium diacritics: ἐναμβλύνω Low diacritics: εναμβλύνω Capitals: ΕΝΑΜΒΛΥΝΩ
Transliteration A: enamblýnō Transliteration B: enamblynō Transliteration C: enamvlyno Beta Code: e)namblu/nw

English (LSJ)

   A deaden or discourage besides, τοὺς συνάρχοντας Plu.Nic. 14.

German (Pape)

[Seite 826] daran abstumpfen, καὶ τὴν ἀκμὴν διαφθεῖραι Plut. Nic. 14.

Greek (Liddell-Scott)

ἐναμβλύνω: καθιστῶ τι ἐσωτερικῶς ἀμβλύ, μεταφορ., ἀθυμίαν παρέχω, καθιστῶ τινα ἄτολμον, Πλουτ. Νικ. 14.

French (Bailly abrégé)

émousser.
Étymologie: ἐν, ἀμβλύνω.

Spanish (DGE)

1 desanimar τοὺς συνάρχοντας Plu.Nic.14.
2 en v. med.-pas. obcecarse τί οὖν τῷ ἀλλοτρίῳ ἐναμβλύνῃ ὡς σῷ; Nil.M.79.1164A.

Greek Monolingual

ἐναμβλύνω (Α)
1. κάνω κάτι εσωτερικά αμβλύ
2. μτφ. κάνω κάποιον άτολμο, αποθαρρύνω.

Greek Monotonic

ἐναμβλύνω: [ῡ], συγκρατώ, κατασιγάζω, εξασθενίζω, αποθαρρύνω, σε Πλούτ.