ἑξαπέλεκυς: Difference between revisions

From LSJ

ὥσπερ γὰρ ζώου τῶν ὄψεων ἀφαιρεθεισῶν ἀχρειοῦται τὸ ὅλον, οὕτως ἐξ ἱστορίας ἀναιρεθείσης τῆς ἀληθείας τὸ καταλειπόμενον αὐτῆς ἀνωφελὲς γίνεται διήγημα → for just as a living creature which has lost its eyesight is wholly incapacitated, so if history is stripped of her truth all that is left is but an idle tale | for, just as closed eyes make the rest of an animal useless, what is left from a history blind to the truth is just a pointless tale

Source
(12)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἑξαπέλεκυς]], ο, η (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει έξι πελέκεις, τσεκούρια<br /><b>2.</b> <b>(ειδ.)</b> αυτός που η [[εξουσία]] του συμβολίζεται με έξι τσεκούρια («[[ἑξαπέλεκυς]] [[ἡγεμών]], [[στρατηγός]], [[πραίτωρ]]», <b>Πολ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> [[ἑξαπέλεκυς]]<br />πραίτορας, [[στρατηγός]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[ἑξαπέλεκυς]] [[ἀρχή]]» — το [[αξίωμα]] του πραίτορα, η [[αρχή]] του στρατηγού (<b>Πολ.</b>).
|mltxt=[[ἑξαπέλεκυς]], ο, η (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει έξι πελέκεις, τσεκούρια<br /><b>2.</b> <b>(ειδ.)</b> αυτός που η [[εξουσία]] του συμβολίζεται με έξι τσεκούρια («[[ἑξαπέλεκυς]] [[ἡγεμών]], [[στρατηγός]], [[πραίτωρ]]», <b>Πολ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> [[ἑξαπέλεκυς]]<br />πραίτορας, [[στρατηγός]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[ἑξαπέλεκυς]] [[ἀρχή]]» — το [[αξίωμα]] του πραίτορα, η [[αρχή]] του στρατηγού (<b>Πολ.</b>).
}}
{{elru
|elrutext='''ἑξαπέλεκυς:''' 2, gen. υος шестисекирный, т. е. сопровождаемый шестью ликторами: ἑ. [[ἀρχή]] Polyb. = [[praetura]]; ὁ ἑ. [[ἡγεμών]] или [[στρατηγός]] Polyb., Diod. = [[praetor]].
}}
}}

Revision as of 20:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑξᾰπέλεκῠς Medium diacritics: ἑξαπέλεκυς Low diacritics: εξαπέλεκυς Capitals: ΕΞΑΠΕΛΕΚΥΣ
Transliteration A: hexapélekys Transliteration B: hexapelekys Transliteration C: eksapelekys Beta Code: e(cape/lekus

English (LSJ)

εως, ὁ, ἡ,

   A with six axes, ἑ. ἀρχή, = Lat. sexfascalis, of the praetor, Plb.3.40.9; ἑ. ἡγεμών or simply ἑ. a praetor, Id.2.24.6, 3.40.11; στρατηγός ib.106.6, D.S.31.42: pl., App.Syr.15.

German (Pape)

[Seite 870] εως, mit sechs Beilen, die Prätoren, denen 6 Lictoren mit Fasces vorangingen, Pol. 3, 40, 9 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἑξᾰπέλεκυς: -εως, ὁ, ἡ, ἔχων ἓξ πελέκεις, ἑξ. ἀρχή, τὸ ἀξίωμα τοῦ Ρωμαίου Πραίτωρος, Πολύβ. 3. 40, 9· ἑξ. ἡγεμὼν ἢ στρατηγὸς ἢ ἁπλῶς ἑξαπέλεκυς = πραίτωρ, ὁ αὐτ. 2. 24, 6., 3. 40, 11, κτλ.

Spanish (DGE)

-εως
al que corresponde un séquito de seis portadores de fasces o lictores, e.d., propio de la pretura por op. a la dignidad consular, a la que correspondían doce lictores, como trad. de lat. sexfascalis οἱ δὲ δὺο τὴν ἑξαπέλεκυν (ἀρχήν) los otros dos eran de la pretura, e.d., eran pretores, Plb.3.40.9, cf. Them.Or.34.453
de pers. perteneciente a la pretura, pretor ἑ. ὑπάρχων Plb.3.40.11, ἡγεμών Plb.2.24.6, cf. 3.40.14, στρατηγός Plb.3.106.6, cf. 33.1.5, D.S.29.26, 31.42, 33.2, App.Syr.15
subst. οἱ ἑξαπελέκεις los pretores ἐξαπέστειλαν ... ἕνα δὲ τῶν ἑξαπελέκεων Plb.2.23.5, cf. 3.56.6.

Greek Monolingual

ἑξαπέλεκυς, ο, η (Α)
1. αυτός που έχει έξι πελέκεις, τσεκούρια
2. (ειδ.) αυτός που η εξουσία του συμβολίζεται με έξι τσεκούρια («ἑξαπέλεκυς ἡγεμών, στρατηγός, πραίτωρ», Πολ.)
3. το αρσ. ως ουσ. ἑξαπέλεκυς
πραίτορας, στρατηγός
4. φρ. «ἑξαπέλεκυς ἀρχή» — το αξίωμα του πραίτορα, η αρχή του στρατηγού (Πολ.).

Russian (Dvoretsky)

ἑξαπέλεκυς: 2, gen. υος шестисекирный, т. е. сопровождаемый шестью ликторами: ἑ. ἀρχή Polyb. = praetura; ὁ ἑ. ἡγεμών или στρατηγός Polyb., Diod. = praetor.