ἐπικαρπία: Difference between revisions
ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat
(13) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[ἐπικαρπία]]) [[επικαρπούμαι]]<br /><b>1.</b> η [[κάρπωση]], η [[εκμετάλλευση]] τών προϊόντων της γης και το σχετικό [[δικαίωμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(αστ. δίκ.) εμπράγματο [[δικαίωμα]] που παρέχει την [[εξουσία]] χρήσεως και καρπώσεως ξένου πράγματος, κινητού ή ακίνητου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[παραγωγή]] καρπών, η [[εσοδεία]]<br /><b>2.</b> [[εισόδημα]], [[πρόσοδος]] από τους καρπούς<br /><b>3.</b> όφελος, [[κέρδος]]<br /><b>4.</b> η [[δεκάτη]] που πλήρωναν για τη [[βοσκή]] κτηνών<br /><b>5.</b> <i>αἱ ἑπικαρπίαι</i><br />οι τόκοι τών χρημάτων. | |mltxt=η (Α [[ἐπικαρπία]]) [[επικαρπούμαι]]<br /><b>1.</b> η [[κάρπωση]], η [[εκμετάλλευση]] τών προϊόντων της γης και το σχετικό [[δικαίωμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(αστ. δίκ.) εμπράγματο [[δικαίωμα]] που παρέχει την [[εξουσία]] χρήσεως και καρπώσεως ξένου πράγματος, κινητού ή ακίνητου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[παραγωγή]] καρπών, η [[εσοδεία]]<br /><b>2.</b> [[εισόδημα]], [[πρόσοδος]] από τους καρπούς<br /><b>3.</b> όφελος, [[κέρδος]]<br /><b>4.</b> η [[δεκάτη]] που πλήρωναν για τη [[βοσκή]] κτηνών<br /><b>5.</b> <i>αἱ ἑπικαρπίαι</i><br />οι τόκοι τών χρημάτων. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐπικαρπία:''' ([[καρπός]]), [[επικαρπία]] ιδιοκτησίας, [[εισόδημα]], [[κέρδος]], αντίθ. προς το κεφάλαιο (<i>τὰ ἀρχαῖα</i>), σε Δημ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:40, 30 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A produce, crop, ἡ ἐπέτειος ἐ. Pl.Lg.955d, cf. IG12.328.11, Rev.Ét.Gr.10.29 (Thespiae, iii B.C.). 2. harvest-rights, Tab.Heracl.1.108, BGU101.19 (ii A.D.); usufruct, αἱ ἐκ τῆς γῆς ἐ. D.H.3.58. 3. revenue from property, Leg.Gort.7.33; τὰς ἐκ ταύτης (sc. τῆς ὠνῆσ ἐπικαρπίας . . ἐνενήκοντα μνᾶς ἐκλέξας having collected 90 minae as the revenue from this tax, And.1.92. 4 profit, Arist.Pol.1258b24; αἱ ἐ. the profits, opp. the principal (τὰ ἀρχαῖα), D.27.50; ἐπικαρπίας λαμβάνειν Isoc.8.125; γῆθεν ἀναμένοντι τὴν ἐ. looking to the land for his profits, Com.Adesp.133.3; ἡ ἐ. τῶν ἁδρῶν the profits on the full-grown animals, Antiph.20. 5. tithe paid for the pasturage of cattle, Arist.Oec.1346a3. 6. metaph., παρρησίας ἐπικαρπίαι D.C.39.10; κινδύνων Onos.34.4; τοῦ πόνου Ael. NA2.8.
German (Pape)
[Seite 945] ἡ, der Ertrag der Feldfrüchte, u. von anderen Dingen; ἡ ἐπέτειος ἐπικ. Plat. Legg. XII, 955 d; τῶν ἐν τῇ γῇ γεωργούντων Andoc. 1, 92; αἱ ἐκ τῆς γῆς ἐπικ. D. Hal. 3, 58; auch ἐξ ὠνῆς, Andoc. 1, 92; τὰς ἐπικαρπίας λαμβάνειν, den Nutzen haben, Isocr. 8, 125; bes. auch von der Nutzung des Geldes, Zinsen, im Ggstz des Kapitals, ἀρχαῖον, Dem. 27, 50. 64; Arist. u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
rapport d’une propriété foncière, revenu foncier ; p. ext. revenu ou produit d’un capital ; fig. fruit, bénéfice (d’un travail, d’une qualité, etc.).
Étymologie: ἐπί, καρπός.
Greek Monolingual
η (Α ἐπικαρπία) επικαρπούμαι
1. η κάρπωση, η εκμετάλλευση τών προϊόντων της γης και το σχετικό δικαίωμα
νεοελλ.
(αστ. δίκ.) εμπράγματο δικαίωμα που παρέχει την εξουσία χρήσεως και καρπώσεως ξένου πράγματος, κινητού ή ακίνητου
αρχ.
1. η παραγωγή καρπών, η εσοδεία
2. εισόδημα, πρόσοδος από τους καρπούς
3. όφελος, κέρδος
4. η δεκάτη που πλήρωναν για τη βοσκή κτηνών
5. αἱ ἑπικαρπίαι
οι τόκοι τών χρημάτων.
Greek Monotonic
ἐπικαρπία: (καρπός), επικαρπία ιδιοκτησίας, εισόδημα, κέρδος, αντίθ. προς το κεφάλαιο (τὰ ἀρχαῖα), σε Δημ.