επιδεύομαι: Difference between revisions
From LSJ
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
(13) |
m (Text replacement - "νῡν " to "νῦν ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπιδεύομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> μού λείπει [[κάτι]], στερούμαι ( | |mltxt=[[ἐπιδεύομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> μού λείπει [[κάτι]], στερούμαι («νῦν δ’ ἤδη τούτων [[ἐπιδεύομαι]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[χρειάζομαι]] τη [[βοήθεια]] κάποιου («σεῡ ἐπιδευόμενος»)<br /><b>3.</b> [[υστερώ]], [[μειονεκτώ]] («πολλὸν κείνων ἐπιδεύεαι ἀνδρῶν»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[δεύομαι]] «στερούμαι, έχω [[ανάγκη]]»]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:00, 27 March 2021
Greek Monolingual
ἐπιδεύομαι (Α)
1. μού λείπει κάτι, στερούμαι («νῦν δ’ ἤδη τούτων ἐπιδεύομαι», Ομ. Οδ.)
2. χρειάζομαι τη βοήθεια κάποιου («σεῡ ἐπιδευόμενος»)
3. υστερώ, μειονεκτώ («πολλὸν κείνων ἐπιδεύεαι ἀνδρῶν»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δεύομαι «στερούμαι, έχω ανάγκη»].