ἐπικύπτω: Difference between revisions
τί γὰρ καλὸν ζῆν βίοτον, ὃς λύπας φέρει → for what good is there to live a life that brings pain
(13) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[ἐπικύπτω]]) [[κύπτω]]<br /><b>1.</b> [[σκύβω]] [[προς]] τα [[κάτω]], [[πάνω]] από [[κάτι]] («ὀρθὸς ἕστηκεν ἢ μικρὸν ἐπικύπτων», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[σκύβω]] για να [[κάνω]] [[κάτι]]<br /><b>μσν.</b><br />[[υποκύπτω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> στηρίζομαι, [[ακουμπώ]] [[κάπου]] («τὸν ὑπέργηρον... οἰκέταις τέτταρσιν ἐπικεκυφότα», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) <i>ἐπικεκυφώς</i><br />[[σκυφτός]], [[καμπούρης]]. | |mltxt=(AM [[ἐπικύπτω]]) [[κύπτω]]<br /><b>1.</b> [[σκύβω]] [[προς]] τα [[κάτω]], [[πάνω]] από [[κάτι]] («ὀρθὸς ἕστηκεν ἢ μικρὸν ἐπικύπτων», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[σκύβω]] για να [[κάνω]] [[κάτι]]<br /><b>μσν.</b><br />[[υποκύπτω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> στηρίζομαι, [[ακουμπώ]] [[κάπου]] («τὸν ὑπέργηρον... οἰκέταις τέτταρσιν ἐπικεκυφότα», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) <i>ἐπικεκυφώς</i><br />[[σκυφτός]], [[καμπούρης]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐπικύπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[σκύβω]] ή [[σκύβω]] από πάνω, ἐπ. [[ἐπί]] τι, [[σκύβω]] προς τα [[κάτω]] για να πιάσω [[κάτι]], σε Ξεν.· στηρίζομαι, [[ακουμπώ]] πάνω σε, <i>τινί</i>, σε Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:31, 30 December 2018
English (LSJ)
pf. (v.infr.):—
A bend oneself over, stoop over, bow down, Hp.Art.52, Ar.Th.239; ὀρθὸς ἕστηκεν, μικρὸν ἐπικύπτων Arist.HA 522b18; of the horn of the moon, Thphr.Sign.27; ἐ. ἐπί τι stoop down to get something, X.Cyr.2.3.18; ἐ. ἐς βιβλίον pore over a book, Luc.Herm.2; lean upon, τινί Id.DMort.6.2; ἐ. τῷ συνεδρίῳ bend over towards it, Id.JTr.11: pf. part. ἐπικεκῡφώς habitually stooping, Anaxandr.37.
German (Pape)
[Seite 955] sich worauf bücken, Ar. Th. 239; τῶν ἐπικυπτόντων ἐπὶ βώλους Xen. Cyr. 2, 3, 18; οὐκ ἐπικεκυφὼς ὀρθός ἐστι Anaxandr. bei Ath. III, 106 a; ἐς βιβλίον ἐπικεκυφώς, auf das Buch gebückt, genau darauf hinsehend, Luc. Hermot. 2; οἰκέταις τέτταρσιν ἐπικεκυφότα, auf vier Sklaven gestützt, D. Mort. 6, 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπικύπτω: μέλλ. -ψω: κύπτω ἐπί τινος, ὑπέρ τι, κύπτω πρὸς τὰ κάτω, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 819, Ἀριστοφ. Θεσμ. 239· ὀρθὸς ἔστηκε, μικρὸν ἐπικύπτων Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 21, 2· πρβλ. ἀποκύπτω, ὑποκύπτω· - ἐπικύπτω ἐπί τι, κύπτω νὰ λάβω τι, Ξεν. Κύρ. 2. 3, 18· ἐπ. ἐς βιβλίον, ἐγκύπτω εἰς βιβλίον, Λουκ. Ἑρμότ. 2: - στηρίζομαι ἐπί τινος, ἀκκουμβῶ, τινὶ ὁ αὐτ. ἐν Νεκρ. Διαλ. 6. 2· ἀλλ’, ἐπικύπτω τῷ συνεδρίῳ, κύπτω πρὸ αὐτοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Διΐ Τραγ. 11: - μετοχ. πρκμ. ἐπικεκυφώς, ὁ κατὰ συνήθειαν κύπτων, κυφός, οὐκ ἐπικεκυφὼς ὀρθός, ὦ βέλτιστ’, ἔσει Ἀναξανδρίδ. ἐν «Πινδάρῳ» 1.
French (Bailly abrégé)
1 pencher la tête sur, se pencher sur;
2 s’appuyer sur, τινι.
Étymologie: ἐπί, κύπτω.
Spanish
Greek Monolingual
(AM ἐπικύπτω) κύπτω
1. σκύβω προς τα κάτω, πάνω από κάτι («ὀρθὸς ἕστηκεν ἢ μικρὸν ἐπικύπτων», Αριστοτ.)
2. σκύβω για να κάνω κάτι
μσν.
υποκύπτω
αρχ.
1. στηρίζομαι, ακουμπώ κάπου («τὸν ὑπέργηρον... οἰκέταις τέτταρσιν ἐπικεκυφότα», Λουκιαν.)
2. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) ἐπικεκυφώς
σκυφτός, καμπούρης.
Greek Monotonic
ἐπικύπτω: μέλ. -ψω, σκύβω ή σκύβω από πάνω, ἐπ. ἐπί τι, σκύβω προς τα κάτω για να πιάσω κάτι, σε Ξεν.· στηρίζομαι, ακουμπώ πάνω σε, τινί, σε Λουκ.