ἐπίσκηψις: Difference between revisions
πλέων επί οίνοπα πόντον επ' αλλοθρόους ανθρώπους → while sailing over the wine-dark sea to men of strange speech
(13) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπίσκηψις]], ἡ (Α) [[επισκήπτω]]<br /><b>1.</b> [[εντολή]], [[διαταγή]]<br /><b>2.</b> (ως αττ. δικαν. όρος) [[καταγγελία]] («[[πρῶτος]] ἐποίησε τὴν ἐπίσκηψιν», <b>Αριστοτ.</b>). | |mltxt=[[ἐπίσκηψις]], ἡ (Α) [[επισκήπτω]]<br /><b>1.</b> [[εντολή]], [[διαταγή]]<br /><b>2.</b> (ως αττ. δικαν. όρος) [[καταγγελία]] («[[πρῶτος]] ἐποίησε τὴν ἐπίσκηψιν», <b>Αριστοτ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐπίσκηψις:''' -εως, ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[προσταγή]], [[διαταγή]], [[παραγγελία]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> ως [[δικανικός]] όρος, [[καταγγελία]], σε Δημ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:56, 30 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A injunction, τὰς Εὐθυκράτους ἐπισκήψεις Is.9.36, cf. Ph.1.362 (pl.), Plu.Dio11. II. as law-term, denunciation, the first step in a prosecution, esp. in a δίκη ψευδομαρτυριῶν, brought against the witness of a διαμαρτυρία (q.v.), τῇ ἐ. τῶν ψευδομαρτυριῶν D.47.51; Charondas πρῶτος ἐποίησε τὴν ἐ. Arist.Pol.1274b7; τούτων τὰς ἐ. εἶναι theirs shall be the right of ἐ., D.47.72.
German (Pape)
[Seite 979] ἡ, 1) vom act., das Auferlegen, der Auftrag, Plut. Dion. 11, im plur., u. a. Sp. – 2) vom med., die Anklage, Plat. Legg. XI, 937 b; bes. wegen falsches Zeugnisses, ψευδομαρτυριῶν Is. 4, 17; Dem. 47, 51; ohne diesen Zusatz, 46, 7 (vgl. Arist. pol. 2, 12); wegen Mordes, κελεύει ὁ νόμος τοὺς προσήκοντας ἐπεξιέναι, sc. φόνου, – κἂν οἰκέτης ᾖ, τούτων τὰς ἐπισκήψεις εἶναι 47, 72.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίσκηψις: -εως, ἡ, διαταγή, ἐντολή, παραγγελία, τὰς Εὐθυκράτους ἐπισκήψεις Ἰσαῖος 78. 34, πρβλ. Πλουτ. Δίωνα 11. ΙΙ. ὡς δικανικὸς ὅρος, καταγγελία ἥτις εἶναι τὸ πρῶτον βῆμα τῆς καταδιώξεως, ἰδίως ἐν δίκῃ ψευδομαρτυριῶν, γενομένῃ ἐναντίον τῶν μαρτύρων διαμαρτυρίας (ἴδε τὴν λέξιν), ἐπ. τῶν ψευδομαρτυριῶν Δημ. 1154. 22· ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας ὁ Ἀριστ., ἐν Πολιτικ. 2. 12, 11, λέγει περὶ τοῦ Χαρώνδου ὅτι πρῶτος…, ἐποίησε τὴν ἐπίσκηψιν· ὡσαύτως ἧν ἐν χρήσει εἰς ὑποθέσεις φόνου, Δημ. 1161. 11· πρβλ. ἐπισκήπτω ΙΙΙ.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
recommandation, adjuration.
Étymologie: ἐπισκήπτω.
Greek Monolingual
ἐπίσκηψις, ἡ (Α) επισκήπτω
1. εντολή, διαταγή
2. (ως αττ. δικαν. όρος) καταγγελία («πρῶτος ἐποίησε τὴν ἐπίσκηψιν», Αριστοτ.).
Greek Monotonic
ἐπίσκηψις: -εως, ἡ,
I. προσταγή, διαταγή, παραγγελία, σε Πλούτ.
II. ως δικανικός όρος, καταγγελία, σε Δημ.