ἐπισπαστήρ: Difference between revisions
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
(13) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπισπαστήρ]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> το [[χερούλι]] της πόρτας<br /><b>2.</b> αλιευτικό [[σχοινί]] για το [[τράβηγμα]] του διχτιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[επισπώ]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τηρ</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>στεγασ</i>-<i>τήρ</i>)]. | |mltxt=[[ἐπισπαστήρ]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> το [[χερούλι]] της πόρτας<br /><b>2.</b> αλιευτικό [[σχοινί]] για το [[τράβηγμα]] του διχτιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[επισπώ]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τηρ</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>στεγασ</i>-<i>τήρ</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐπισπαστήρ:''' -ῆρος, ὁ ([[ἐπισπάω]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[μάνταλο]] ή [[χερούλι]], [[λαβή]] με την οποία τραβιέται η πόρτα, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[καλάμι]] ψαρέματος ή [[πετονιά]], [[παλαμάρι]] ψαρά, σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:48, 30 December 2018
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A latch or handle by which a door is pulled to, Hdt.6.91: spelt ἐπι-σπατήρ IG22.1672.123. II. τρίκλωστον ἐπισπαστῆρα βόλοιο, of the fowler's line, AP6.109 (Antip.).
German (Pape)
[Seite 980] ῆρος, ὁ, der Griff, womit die Thür von innen zugezogen ward, Her. 6, 91. – Antip. Sid. 17 (VI, 109) nennt die Angelschnur κρυφίου τρίκλωστον ἐπισπαστῆρα βόλοιο.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπισπαστήρ: ῆρος, ὁ (ἐπισπάω) σιδήριον ἢ λαβὴ δι’ ἧς, ἡ θύρα ἕλκεται ὅταν θέλῃ νὰ κλείσῃ τις αὐτήν, εὑρὼν προσκειμένας τὰς θύρας καὶ λαβόμενος τῶν ἐπισπαστήρων ἀπρὶξ εἴχετο κρατερῶς τε καὶ ἐγκρατῶς Ἡρόδ. 6. 91. πρβλ. ἐπισπάω Ι. 2. ― Κατὰ Σουΐδ. «ἐπισπαστῆρες, τῶν θυρῶν τὰ προσηλωμένα σιδήρια, δι’ ὧν ἀνακλίνεται ἡ πύλη» καὶ «ἐπισπαστήρων, τῶν τῆς θύρας κρατημάτων», πρβλ. ἐπίσπαστρον. ΙΙ. τρίκλωστον ἐπισπαστῆρα βόλοιο, ἐπὶ τῆς ὁρμιᾶς τοῦ ἁλιέως, Ἀνθ. Π. 6. 109.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
anneau pour tirer et fermer une porte.
Étymologie: ἐπισπάω.
Greek Monolingual
ἐπισπαστήρ, ὁ (Α)
1. το χερούλι της πόρτας
2. αλιευτικό σχοινί για το τράβηγμα του διχτιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επισπώ + επίθημα -τηρ (πρβλ. στεγασ-τήρ)].
Greek Monotonic
ἐπισπαστήρ: -ῆρος, ὁ (ἐπισπάω),·
I. μάνταλο ή χερούλι, λαβή με την οποία τραβιέται η πόρτα, σε Ηρόδ.
II. καλάμι ψαρέματος ή πετονιά, παλαμάρι ψαρά, σε Ανθ.