ἐπιτίμημα: Difference between revisions
From LSJ
Ξένους πένητας μὴ παραδράμῃς ἰδών → Praetervidere pauperem externum cave → An armen fremden, siehst du sie, geh nicht vorbei
(14) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπιτίμημα]], τὸ (Α) [[επιτιμώ]]<br /><b>1.</b> [[ποινή]], [[πρόστιμο]]<br /><b>2.</b> [[επιτίμηση]], [[επίπληξη]], [[μομφή]] («τὰ μὲν οὖν ἐπιτιμήματα ἐκ [[πέντε]] εἰδῶν φέρουσιν», <b>Αριστοτ.</b>). | |mltxt=[[ἐπιτίμημα]], τὸ (Α) [[επιτιμώ]]<br /><b>1.</b> [[ποινή]], [[πρόστιμο]]<br /><b>2.</b> [[επιτίμηση]], [[επίπληξη]], [[μομφή]] («τὰ μὲν οὖν ἐπιτιμήματα ἐκ [[πέντε]] εἰδῶν φέρουσιν», <b>Αριστοτ.</b>). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπιτίμημα:''' ατος (τῑ) τό порицание, упрек Arst., Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:32, 31 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό,
A legal penalty, IG12.75, 11(2).199A65 (Delos, iii B.C.), etc. 2 censure, criticism, Arist.Po.1461b22 (pl.), Plu.2.1110e (pl.).
German (Pape)
[Seite 993] τό, das Vorgeworfene, Vorwurf, Beschuldigung, Arist. poet. 25; Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιτίμημα: τό, τίμημα, ποινή, Συλλ. Ἐπιγρ. 2266. 15. 2) ἐπιτίμησις, ἔλεγχος, ψόγος, Ἀριστ. Ποιητ. 25, 32, Πλούτ. 2. 1110Ε.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
blâme, censure.
Étymologie: ἐπιτιμάω.
Greek Monolingual
ἐπιτίμημα, τὸ (Α) επιτιμώ
1. ποινή, πρόστιμο
2. επιτίμηση, επίπληξη, μομφή («τὰ μὲν οὖν ἐπιτιμήματα ἐκ πέντε εἰδῶν φέρουσιν», Αριστοτ.).
Russian (Dvoretsky)
ἐπιτίμημα: ατος (τῑ) τό порицание, упрек Arst., Plut.