εὐεπίβατος: Difference between revisions
βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels
(15) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εὐεπίβατος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός τον οποίο μπορεί να ανεβεί [[κάποιος]] με [[ευχέρεια]] («[[εὐεπίβατος]] [[λόφος]]», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[ευπρόσβλητος]] («ὅ, τι ἂν ἀσθενὲς ἴδωσι τῆς ψυχῆς καὶ... εὐεπίβατον», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός τον οποίο μπορεί [[κάποιος]] να διασχίσει, να διαβεί με [[ευκολία]] («[[εὐεπίβατος]] ἔρημος»)<br /><b>4.</b> αυτός που [[είναι]] εύκολο να πραγματοποιηθεί, ο [[εφικτός]]<br /><b>5.</b> ο [[προσιτός]], ο ευκολοπλησίαστος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>επι</i>-[[βατός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>επι</i>-[[βαίνω]])]. | |mltxt=[[εὐεπίβατος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός τον οποίο μπορεί να ανεβεί [[κάποιος]] με [[ευχέρεια]] («[[εὐεπίβατος]] [[λόφος]]», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>2.</b> ο [[ευπρόσβλητος]] («ὅ, τι ἂν ἀσθενὲς ἴδωσι τῆς ψυχῆς καὶ... εὐεπίβατον», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός τον οποίο μπορεί [[κάποιος]] να διασχίσει, να διαβεί με [[ευκολία]] («[[εὐεπίβατος]] ἔρημος»)<br /><b>4.</b> αυτός που [[είναι]] εύκολο να πραγματοποιηθεί, ο [[εφικτός]]<br /><b>5.</b> ο [[προσιτός]], ο ευκολοπλησίαστος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>επι</i>-[[βατός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>επι</i>-[[βαίνω]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''εὐεπίβᾰτος:''' -ον, [[ευπρόσβλητος]], σε Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:04, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A easy to ascend, λόφος Str.5.3.7; τεῖχος Polyaen. 6.5; καταρράκται App.BC5.82 (Comp.). II easy of attack, τόποι Ph.Bel.94.40: metaph., Id.1.459, Luc.Cal.19.
German (Pape)
[Seite 1065] leicht zu besteigen, leicht zugänglich, λόφος Strab. V p. 234; Sp. Uebertr., ἀσθενές τι καὶ εὐεπ. τῆς ψυχῆς Luc. calumn. 19.
Greek (Liddell-Scott)
εὐεπίβᾰτος: -ον, ὃν εὐχερῶς ἀναβαίνει τις, λόφος Στράβων 234, Πολύαινος 6. 5· εὐπρόσβλητος, Λουκ. π. Διαβολ. 19.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
facile à gravir, à escalader.
Étymologie: εὖ, ἐπιβαίνω.
Greek Monolingual
εὐεπίβατος, -ον (Α)
1. αυτός τον οποίο μπορεί να ανεβεί κάποιος με ευχέρεια («εὐεπίβατος λόφος», Στράβ.)
2. ο ευπρόσβλητος («ὅ, τι ἂν ἀσθενὲς ἴδωσι τῆς ψυχῆς καὶ... εὐεπίβατον», Λουκιαν.)
3. αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να διασχίσει, να διαβεί με ευκολία («εὐεπίβατος ἔρημος»)
4. αυτός που είναι εύκολο να πραγματοποιηθεί, ο εφικτός
5. ο προσιτός, ο ευκολοπλησίαστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + επι-βατός (< επι-βαίνω)].
Greek Monotonic
εὐεπίβᾰτος: -ον, ευπρόσβλητος, σε Λουκ.