εὐεπής: Difference between revisions
Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientia → Erfahrung überwindet Unerfahrenheit
(15) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εὐεπής]], -ές (ΑΜ)<br />ο ευφράδης, ο [[εύγλωττος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[μελωδικός]], ο [[εύφωνος]] («εὐεπὴς [[φωνή]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που κάνει κάποιον εύγλωττο, που εμπνέει [[ευγλωττία]] («εὐεπές [[ὕδωρ]]»)<br /><b>3.</b> ο εκφρασμένος καλά («οὐδένα γὰρ λόγον εὐεπέα λέγεις Λακεδαιμονίοισι», <b>Ηρόδ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐεπῶς</i><br />(για λόγο) με [[αρμονία]], με ρυθμό («κῶλα εὐεπώς συγκείμενα», Διον. Αλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[έπος]] «[[λόγος]]»]. | |mltxt=[[εὐεπής]], -ές (ΑΜ)<br />ο ευφράδης, ο [[εύγλωττος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[μελωδικός]], ο [[εύφωνος]] («εὐεπὴς [[φωνή]]», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που κάνει κάποιον εύγλωττο, που εμπνέει [[ευγλωττία]] («εὐεπές [[ὕδωρ]]»)<br /><b>3.</b> ο εκφρασμένος καλά («οὐδένα γὰρ λόγον εὐεπέα λέγεις Λακεδαιμονίοισι», <b>Ηρόδ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐεπῶς</i><br />(για λόγο) με [[αρμονία]], με ρυθμό («κῶλα εὐεπώς συγκείμενα», Διον. Αλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[έπος]] «[[λόγος]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''εὐεπής:''' -ές ([[ἔπος]]),·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[γλυκομίλητος]], [[ευφραδής]], [[εύγλωττος]], [[μελωδικός]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> αυτό που κάνει κάποιον εκφραστικό, ευφραδή, λέγεται για το [[νερό]] του Ελικώνα, σε Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., καλοειπωμένος, [[πειστικός]], ευσπρόδεκτος, [[λόγος]], σε Ηρόδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:04, 30 December 2018
English (LSJ)
ές, (ἔπος)
A melodious, φωνή X.Cyn.13.16; euphonious, λέξις D.H.Comp.22; ἁρμονία-εστέρα ibid. Adv. -πῶς, κῶλα εὐ. συγκείμενα ibid.: Sup., ποίησις -έστατα ἔχουσα D.Chr.52.15. 2 eloquent, εὐ. ἐν τῷ λέγειν Hsch.s.v. λιγύς. 3 making eloquent, inspiring, ὕδωρ, of Helicon, AP11.24 (Antip.). II Pass., well-spoken, acceptable, λόγος Hdt.5.50.
German (Pape)
[Seite 1064] ές, wohlredend, beredt, D. Hal. oft; φωνή Xen. Cyn. 13, 16. – Bei Antp. Th. 1 (XI, 24) ὕδωρ εὐεπὲς ἐκ πηγέων ἔβλυσας Ἠσιόδῳ, vom Helikon, Wasser, das wohlredend macht; – λόγος, wohlgesprochen, vernünftig, Her. 5, 50, v. l. εὐπετής. - Adv. εὐεπῶς, D. Hal.
Greek (Liddell-Scott)
εὐεπής: -ές, (ἔπος) εὐφραδής, μελῳδικός, φωνή Ξεν. Κύρ. 13. 16. 2) ποιῶν τινα εὔγλωττον, ἐμπνέων εὐγλωττίαν, ὕδωρ, τοῦ Ἑλικῶνος, Ἀνθ. Π. 11. 24. ΙΙ. Παθ., καλῶς λαληθείς, εὐπρόσδεκτος, λόγος Ἡρόδοτ. 5. 50: - Ἐπίρρ. -πῶς, Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. 22.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
bien dit, bien exprimé, élégant.
Étymologie: εὖ, ἔπος.
Greek Monolingual
εὐεπής, -ές (ΑΜ)
ο ευφράδης, ο εύγλωττος
αρχ.
1. ο μελωδικός, ο εύφωνος («εὐεπὴς φωνή», Ξεν.)
2. αυτός που κάνει κάποιον εύγλωττο, που εμπνέει ευγλωττία («εὐεπές ὕδωρ»)
3. ο εκφρασμένος καλά («οὐδένα γὰρ λόγον εὐεπέα λέγεις Λακεδαιμονίοισι», Ηρόδ.).
επίρρ...
εὐεπῶς
(για λόγο) με αρμονία, με ρυθμό («κῶλα εὐεπώς συγκείμενα», Διον. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + έπος «λόγος»].
Greek Monotonic
εὐεπής: -ές (ἔπος),·
I. 1. γλυκομίλητος, ευφραδής, εύγλωττος, μελωδικός, σε Ξεν.
2. αυτό που κάνει κάποιον εκφραστικό, ευφραδή, λέγεται για το νερό του Ελικώνα, σε Ανθ.
II. Παθ., καλοειπωμένος, πειστικός, ευσπρόδεκτος, λόγος, σε Ηρόδ.