ἡδυπάθημα: Difference between revisions
From LSJ
Πονηρός ἐστι πᾶς ἀχάριστος ἄνθρωπος (Πονηρός ἐστ' ἄνθρωπος πᾶς τις † ἀχάριστος) → Ingratus omnis homo non est, quin sit malus → Ein jeder Mensch, der Dankbarkeit nicht kennt, ist schlecht
(16) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἡδυπάθημα]], τὸ (Α) [[ηδυπαθώ]]<br />[[ηδυπάθεια]], [[απόλαυση]] («[[ἡδυπάθημα]] σαρκός», <b>Ανθ. Παλ.</b>). | |mltxt=[[ἡδυπάθημα]], τὸ (Α) [[ηδυπαθώ]]<br />[[ηδυπάθεια]], [[απόλαυση]] («[[ἡδυπάθημα]] σαρκός», <b>Ανθ. Παλ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἡδυπάθημα:''' -ατος, τό, [[απόλαυση]], [[ευχαρίστηση]], [[τέρψη]], [[αναψυχή]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:44, 30 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό,
A enjoyment, σαρκός AP9.496 (<Ath.>).
German (Pape)
[Seite 1154] τό, = ἡδυπάθεια, Athen. ep. 1 (IX,496).
Greek (Liddell-Scott)
ἡδυπάθημα: τό, ἀπόλαυσις, Ἀνθ. Π. 9. 496.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 disposition à la joie, enjouement;
2 mollesse, sensualité.
Étymologie: ἡδυπαθέω.
Greek Monolingual
ἡδυπάθημα, τὸ (Α) ηδυπαθώ
ηδυπάθεια, απόλαυση («ἡδυπάθημα σαρκός», Ανθ. Παλ.).
Greek Monotonic
ἡδυπάθημα: -ατος, τό, απόλαυση, ευχαρίστηση, τέρψη, αναψυχή, σε Ανθ.