ἠπανία: Difference between revisions

From LSJ

Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst

Menander, Monostichoi, 348
(16)
(4)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἠπανία]] και ἠπανίη, ή (Α)<br />[[σπανιότητα]], [[έλλειψη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ηπανώ]] (<b>[[πρβλ]].</b> τη [[γλώσσα]] του <b>Ησύχ.</b> <i>ηπανεί</i><br /><i>απορεί</i>, <i>σπανίζει</i>, <i>αμηχανεί</i>). Η λ. συνδέεται με το [[πανία]] «[[πλησμονή]]», [[οπότε]] το αρχικό <i>η</i>- [[είναι]] πιθ. στερητικό [[πρόθημα]], [[προϊόν]] μετρικής έκτασης του <i>α</i>-[[πανία]].
|mltxt=[[ἠπανία]] και ἠπανίη, ή (Α)<br />[[σπανιότητα]], [[έλλειψη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ηπανώ]] (<b>[[πρβλ]].</b> τη [[γλώσσα]] του <b>Ησύχ.</b> <i>ηπανεί</i><br /><i>απορεί</i>, <i>σπανίζει</i>, <i>αμηχανεί</i>). Η λ. συνδέεται με το [[πανία]] «[[πλησμονή]]», [[οπότε]] το αρχικό <i>η</i>- [[είναι]] πιθ. στερητικό [[πρόθημα]], [[προϊόν]] μετρικής έκτασης του <i>α</i>-[[πανία]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἠπανία:''' ἡ, [[απορία]], [[έλλειψη]], [[σπανιότητα]], σε Ανθ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
}}

Revision as of 23:24, 30 December 2018

German (Pape)

[Seite 1173] ἡ, Mangel, Entbehrung, VLL.; Paul. Sil. 18 (V, 239).

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
insuffisance.
Étymologie: -.

Greek Monolingual

ἠπανία και ἠπανίη, ή (Α)
σπανιότητα, έλλειψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηπανώ (πρβλ. τη γλώσσα του Ησύχ. ηπανεί
απορεί, σπανίζει, αμηχανεί). Η λ. συνδέεται με το πανία «πλησμονή», οπότε το αρχικό η- είναι πιθ. στερητικό πρόθημα, προϊόν μετρικής έκτασης του α-πανία.

Greek Monotonic

ἠπανία: ἡ, απορία, έλλειψη, σπανιότητα, σε Ανθ. (αμφίβ. προέλ.).