θέρειος: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
(17) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[θέρειος]], -ον, θηλ. και [[θερεία]] και ιων. τ. θερείη, ή (Α) [[θέρος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[θέρος]], ο [[θερινός]] («αύχμος [[θέρειος]]» — θερινή [[ξηρασία]], Εμπ.)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ή [[θερεία]] ή <b>ιων.</b> <i>ή θερείη</i> (ενν. <i>ώρα</i>)<br />το [[θέρος]]<br /><b>3.</b> (το υπερθ.) <i>θερείτατος</i>, -<i>άτη</i>, -<i>ον</i><br />θερμότατος. | |mltxt=[[θέρειος]], -ον, θηλ. και [[θερεία]] και ιων. τ. θερείη, ή (Α) [[θέρος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[θέρος]], ο [[θερινός]] («αύχμος [[θέρειος]]» — θερινή [[ξηρασία]], Εμπ.)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ή [[θερεία]] ή <b>ιων.</b> <i>ή θερείη</i> (ενν. <i>ώρα</i>)<br />το [[θέρος]]<br /><b>3.</b> (το υπερθ.) <i>θερείτατος</i>, -<i>άτη</i>, -<i>ον</i><br />θερμότατος. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''θέρειος:''' -α, -ον ([[θέρος]]), αυτός που αναφέρεται ή βρίσκεται μέσα στο [[καλοκαίρι]]· [[θερεία]], Ιων. -είη, (ενν. [[ὥρα]]), ἡ = [[θέρος]], η [[εποχή]] του καλοκαιριού, το [[καλοκαίρι]], σε Ηρόδ., <i>ταῖςθερείαις</i>, σε Πίνδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:24, 30 December 2018
English (LSJ)
α, ον, also ος, ον Ael. (v. infr.): (θέρος):—
A of summer, in summer, αὐχμὸς θ. summer-drought, Emp.111.7; δρέπανον Orph.H. 40.11; καρποί ib.18; θέρειος ὥρα Ael.NA2.25. II θερεία, Ion. -είη (sc. ὥρα), ἡ,= θέρος, summer-time, summer, Hdt.1.189, Arist. Mir.841a25, Plb.5.1.3, al., PTeb.27.60 (ii B.C.), D.S.19.58 (θερίᾳ) ; θερείης in summer, Nic.Fr.81; μεσούσης θ. D.H.1.63; ὑπὸ τὴν θερείαν D.S.3.24: pl., θερείαις Pi.I.2.41. III Sup. θερείτατος, η, ον, very hot, Arat.149, Nic.Th.460.—In Prose θερινός is the more common form.
German (Pape)
[Seite 1200] auch 2 Endgn, sommerlich, zum Sommer gehörig, ihn betreffend, δρέπανον, καρποί, Orph. H. 39, 11. 18, αὐχμός Empedocl. bei D. L. 8, 59, ὥρα Ael. H. A. 2, 25. S. θερεία u. θερινός. Einen Superlativ θερείτατος bilden Arat. 149 Nic. Ther. 469.
Greek (Liddell-Scott)
θέρειος: -α, -ον, ὡσαύτως ος, ον, ἴδε κατωτ., (θέρος): - ἀνήκων εἰς τὸ θέρος, ἐν καιρῷ τοῦ θέρους, αὐχμός θ., θερινὴ ξηρασία, Ἐμπεδ. 404 Sturz.· δρέπανον Ὀρφ. Ὕμν. 39. 11· καρποὶ αὐτόθι 18· θέρειος ὥρα Αἰλ. π. Ζ. 2. 25. ΙΙ. θερεία, Ἰων. -είη (ἐνν. ὥρα), ἡ, = θέρος, ὥρα τοῦ θέρους, «καλοκαῖρι», Ἡρόδ. 1. 189, Ἀριστ. Θαυμαστ. 114· τῆς θερείας, ἐν καιρῷ θέρους, Νικ. Ἀποσπ. 10· ὑπὸ τὴν θερείαν Διόδ. 3. 24· καὶ ἐν τῷ πληθ., ταῖς θερείαις Πίνδ. Ι. 2. 61· ὡσαύτως, ἡ θέρειος Λιβάν. 3. σ. 153. ΙΙΙ. ὑπερθ. θερείτατος, ον, θερμότατος, Ἄρατ. 149, Νικ. Θ. 469. - Παρὰ πεζοῖς κοινότερος τύπος εἶναι θερινός.
French (Bailly abrégé)
α ou ος, ον :
qui concerne l’été, d’été ; subst. ἡ θερεία (ὥρα), ion. ἡ θερείη HDT l’été.
Étymologie: θέρος.
English (Slater)
θέρειος
1 of summer ἀλλ' ἐπέρα ποτὶ μὲν Φᾶσιν θερείαις, ἐν δὲ χειμῶνι πλέων Νείλου πρὸς ἀκτάν (sc. ὥραις: θέρειος coni. Wil.) (I. 2.41)
Greek Monolingual
θέρειος, -ον, θηλ. και θερεία και ιων. τ. θερείη, ή (Α) θέρος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο θέρος, ο θερινός («αύχμος θέρειος» — θερινή ξηρασία, Εμπ.)
2. το θηλ. ως ουσ. ή θερεία ή ιων. ή θερείη (ενν. ώρα)
το θέρος
3. (το υπερθ.) θερείτατος, -άτη, -ον
θερμότατος.
Greek Monotonic
θέρειος: -α, -ον (θέρος), αυτός που αναφέρεται ή βρίσκεται μέσα στο καλοκαίρι· θερεία, Ιων. -είη, (ενν. ὥρα), ἡ = θέρος, η εποχή του καλοκαιριού, το καλοκαίρι, σε Ηρόδ., ταῖςθερείαις, σε Πίνδ.