κάθυγρος: Difference between revisions

From LSJ

τὰ ἡμίσεα πάσης τῆς οὐσίης ἐξαργυρώσαντα → turn half of my property into silver

Source
(18)
(nl)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ο (AM [[κάθυγρος]], -ον)<br />ο εντελώς [[υγρός]], ο [[διάβροχος]], ο μουσκεμένος<br /><b>μσν.</b><br />(για [[κλίμα]]) [[δροσερός]] λόγω υγρασίας («ἀέρα... τὸν εὔκρατον καὶ κάθυγρον», Βίος Αλέξ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για φυτά) αυτός που ευδοκιμεί σε υγρά μέρη<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[σχέση]] με το [[νερό]] ή τη [[θάλασσα]] («κάθυγρα ζῷδια», Πτολ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὑγρός]].
|mltxt=-ή, -ο (AM [[κάθυγρος]], -ον)<br />ο εντελώς [[υγρός]], ο [[διάβροχος]], ο μουσκεμένος<br /><b>μσν.</b><br />(για [[κλίμα]]) [[δροσερός]] λόγω υγρασίας («ἀέρα... τὸν εὔκρατον καὶ κάθυγρον», Βίος Αλέξ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για φυτά) αυτός που ευδοκιμεί σε υγρά μέρη<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[σχέση]] με το [[νερό]] ή τη [[θάλασσα]] («κάθυγρα ζῷδια», Πτολ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὑγρός]].
}}
{{elnl
|elnltext=κάθ-υγρος -ον vol met vocht.
}}
}}

Revision as of 11:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάθυγρος Medium diacritics: κάθυγρος Low diacritics: κάθυγρος Capitals: ΚΑΘΥΓΡΟΣ
Transliteration A: káthygros Transliteration B: kathygros Transliteration C: kathygros Beta Code: ka/qugros

English (LSJ)

ον,

   A very wet, Hp.Aph.5.62; Χώρα, γῆ, Gp.2.13.1, Porph.Antr.28; of plants which grow in wet places, Thphr.HP1.4.2; Χωρίον v.l. in Plb.5.24.4; Γαλάται ταῖς σαρξὶ κ. with flowing muscles, D.S.5.28.    2 connected with water or the sea, πράγματα Vett.Val.82.32; ζῴδια Ptol.Tetr.181.

German (Pape)

[Seite 1289] sehr feucht; Theophr.; ταῖς σαρξὶ κάθυγροι καὶ λευκοί D. Sic. 5, 28.

Greek (Liddell-Scott)

κάθυγρος: -ον, λίαν ὑγρός, πλήρης ὑγρότητος, Ἱππ. Ἀφ. 1255· ἐπὶ φυτῶν αὐξανομένων καὶ εὐδοκιμούντων ἐν ὑγροῖς τόποις, ἔνια δὲ ὡσπερεὶ κάθυγρα καὶ ἕλεια καθάπερ ἰτέα καὶ πλάτανος Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 4. 2· ταῖς σαρξὶ κάθυγροι καὶ λευκοὶ Διόδ. 5. 28.

Greek Monolingual

-ή, -ο (AM κάθυγρος, -ον)
ο εντελώς υγρός, ο διάβροχος, ο μουσκεμένος
μσν.
(για κλίμα) δροσερός λόγω υγρασίας («ἀέρα... τὸν εὔκρατον καὶ κάθυγρον», Βίος Αλέξ.)
αρχ.
1. (για φυτά) αυτός που ευδοκιμεί σε υγρά μέρη
2. αυτός που έχει σχέση με το νερό ή τη θάλασσα («κάθυγρα ζῷδια», Πτολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ὑγρός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κάθ-υγρος -ον vol met vocht.