καμάρωμα: Difference between revisions
From LSJ
ἐγώ εἰμι τὸ ἄλφα καὶ τὸ ὦ, ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος → I am the Alpha and the Omega, the first and the last, the beginning and the end
(19) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kamaroma | |Transliteration C=kamaroma | ||
|Beta Code=kama/rwma | |Beta Code=kama/rwma | ||
|Definition=[μᾰρ], ατος, τό, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=[μᾰρ], ατος, τό, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[vault]], [[arch]], <span class="bibl">Str.16.1.5</span>, Gal.10.449.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 18:50, 29 June 2020
English (LSJ)
[μᾰρ], ατος, τό,
A vault, arch, Str.16.1.5, Gal.10.449.
German (Pape)
[Seite 1316] τό, das Gewölbte, Gewölbe, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰμάρωμα: τὸ, θόλος, ἁψίς, Στράβ. 738, Εὐστ. Πονημάτ. 69. 17, Γαλην.
Greek Monolingual
το (AM καμάρωμα) καμαρώνω
1. η κατασκευή καμάρας ή οικοδομήματος σε σχήμα καμάρας, αψίδωση
2. καμαροειδές κατασκεύασμα, θόλος, αψίδα («ἐξ ὀπτῆς πλίνθου καὶ ἀσφάλτου κατεσκευασμένοι καὶ αὐτοὶ καὶ αἱ ψαλίδες καὶ τὰ καμαρώματα», Στράβ.)
νεοελλ.
το να καμαρώνει κάποιος για κάτι, καμάρι, υπερηφάνεια, έπαρση, κομπασμός, κόρδωμα.