Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καταπαίζω: Difference between revisions

From LSJ

τὰν ἐπὶ τᾶς → Either with this or on this | Come back victorious or dead

Plutarch, Moralia, 241
(19)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καταπαίζω]] (AM)<br />(ενεργ. και μέσ.) [[περιπαίζω]], [[περιγελώ]]<br /><b>μσν.</b><br />[[παίζω]], [[κάνω]] παιχνίδια, [[παίζω]] με κάποιον («ὁ [[ἵππος]] κατέπαιζεν εἰς ὄρεξιν τοῡ νέου», Διγ. Ακρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αστεΐζομαι, [[αστειεύομαι]], [[χαριεντίζομαι]] με κάποιον<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>καταπαίζομαι</i><br />[[γίνομαι]] [[αντικείμενο]] εμπαιγμού.
|mltxt=[[καταπαίζω]] (AM)<br />(ενεργ. και μέσ.) [[περιπαίζω]], [[περιγελώ]]<br /><b>μσν.</b><br />[[παίζω]], [[κάνω]] παιχνίδια, [[παίζω]] με κάποιον («ὁ [[ἵππος]] κατέπαιζεν εἰς ὄρεξιν τοῡ νέου», Διγ. Ακρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αστεΐζομαι, [[αστειεύομαι]], [[χαριεντίζομαι]] με κάποιον<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>καταπαίζομαι</i><br />[[γίνομαι]] [[αντικείμενο]] εμπαιγμού.
}}
{{lsm
|lsmtext='''καταπαίζω:''' μέλ. <i>-παίξομαι</i>, [[εμπαίζω]], [[κοροϊδεύω]], <i>τινός</i>, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 23:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταπαίζω Medium diacritics: καταπαίζω Low diacritics: καταπαίζω Capitals: ΚΑΤΑΠΑΙΖΩ
Transliteration A: katapaízō Transliteration B: katapaizō Transliteration C: katapaizo Beta Code: katapai/zw

English (LSJ)

fut. -παίξομαι (v. infr.),

   A jest, mock at, c. gen., καταπαίζεις ἡμῶν Ar.Fr.166, cf. LXX 4 Ki.2.23, AP5.39 (Nicarch.); τῶν δογματικῶν S.E.P.1.62: c. acc., D.L.2.136.    2 deceive, ἕκαστος κατὰ τοῦ φίλου -παίξεται LXXJe.9.5(4).    II Med. in sense of Act., ἐπί τινι πράξει τινῶν κ. Hdn.Fig.p.92S.

German (Pape)

[Seite 1367] (s. παίζω), darüber scherzen, spotten, τινός, Ar. frg. 212 u. Sp., wie S. Emp. pyrrh. 1, 62 u. Nicarch. 2 (V, 40); καταπαίξονται ist bei Apoll. L. H. Erkl. von μωμήσονται; Sp., wie D. L. 2, 136, auch τινά.

Greek (Liddell-Scott)

καταπαίζω: μέλλ. -παίξομαι, ἐμπαίζω, περιγελῶ τινα, μετὰ γεν. χαριεντίζει καὶ καταπαίζεις ἡμῶν καὶ βωμολοχεύει Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 2. 12, Ἀνθ. Π. 5, 40, Σέξτ. Ἐμπ., κτλ.· ὡσαύτως μετ’ αἰτ., κ. αὐτὸν καὶ ἐπέσκωπτον σκληρῶς Διογ. Λ. 2, 136·- Παθ., καταπαιχθήσεται ἐπ’ αὐτοῦ, θὰ γίνωσιν ἀστεϊσμοὶ ἐπ’ αὐτοῦ, θὰ ἐμπαιχθῇ αὐτός, Εὐστ. Πονημάτ. 122, 52· ὁ Ἀπολλ. ἐν Λεξ. Ὁμήρ. μωμήσονται οἱονεὶ καταπαίξονται.

French (Bailly abrégé)

se jouer de, se moquer de, gén..
Étymologie: κατά, παίζω.

Greek Monolingual

καταπαίζω (AM)
(ενεργ. και μέσ.) περιπαίζω, περιγελώ
μσν.
παίζω, κάνω παιχνίδια, παίζω με κάποιον («ὁ ἵππος κατέπαιζεν εἰς ὄρεξιν τοῡ νέου», Διγ. Ακρ.)
αρχ.
1. αστεΐζομαι, αστειεύομαι, χαριεντίζομαι με κάποιον
2. παθ. καταπαίζομαι
γίνομαι αντικείμενο εμπαιγμού.

Greek Monotonic

καταπαίζω: μέλ. -παίξομαι, εμπαίζω, κοροϊδεύω, τινός, σε Ανθ.