κατευνασμός: Difference between revisions

From LSJ

ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου → mine age is as nothing before thee

Source
(20)
(2b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[κατευνασμός]]) [[κατευνάζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[καθησύχαση]], [[καταπράυνση]], [[ηρέμηση]], [[μαλάκωμα]] («ο [[κατευνασμός]] της διχόνοιας»)<br /><b>αρχ.</b><br />το να οδηγεί [[κάποιος]] κάποιον στην [[κλίνη]] για να κοιμηθεί, το [[κοίμισμα]].
|mltxt=ο (Α [[κατευνασμός]]) [[κατευνάζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[καθησύχαση]], [[καταπράυνση]], [[ηρέμηση]], [[μαλάκωμα]] («ο [[κατευνασμός]] της διχόνοιας»)<br /><b>αρχ.</b><br />το να οδηγεί [[κάποιος]] κάποιον στην [[κλίνη]] για να κοιμηθεί, το [[κοίμισμα]].
}}
{{elru
|elrutext='''κατευνασμός:''' ὁ усыпление Plut.
}}
}}

Revision as of 08:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατευνασμός Medium diacritics: κατευνασμός Low diacritics: κατευνασμός Capitals: ΚΑΤΕΥΝΑΣΜΟΣ
Transliteration A: kateunasmós Transliteration B: kateunasmos Transliteration C: katevnasmos Beta Code: kateunasmo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A lulling to sleep, Id.2.378f (pl.).

German (Pape)

[Seite 1398] ὁ, das in Schlaf, zur Ruhe Bringen, Ggstz ἀνέγερσις, Plut. de is. et Osir. 69.

Greek (Liddell-Scott)

κατευνασμός: ὁ, ἀποκοίμισις, Πλούτ. 2. 378Ε.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
action d’endormir.
Étymologie: κατευνάζω.

Greek Monolingual

ο (Α κατευνασμός) κατευνάζω
νεοελλ.
καθησύχαση, καταπράυνση, ηρέμηση, μαλάκωμα («ο κατευνασμός της διχόνοιας»)
αρχ.
το να οδηγεί κάποιος κάποιον στην κλίνη για να κοιμηθεί, το κοίμισμα.

Russian (Dvoretsky)

κατευνασμός: ὁ усыпление Plut.