κεστρεύς: Difference between revisions
(20) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κεστρεύς]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> θαλάσσιο [[ψάρι]], αλλ. [[νῆστις]], [[επειδή]] είχε [[πάντοτε]] το [[στομάχι]] [[κενό]] («κεστρέων, χελῶνας σάργους, μύξους», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> ως σκωπτικό [[παρωνύμιο]] διαρκώς πεινασμένου ατόμου<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> «κεστρεὺς νηστεύει» — για τίμιους άνδρες που περιφρονούν τα άνομα κέρδη <b>Αθήν.</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέστρα]], που δήλωνε [[επίσης]] ένα [[είδος]] ψαριών]. | |mltxt=[[κεστρεύς]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> θαλάσσιο [[ψάρι]], αλλ. [[νῆστις]], [[επειδή]] είχε [[πάντοτε]] το [[στομάχι]] [[κενό]] («κεστρέων, χελῶνας σάργους, μύξους», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> ως σκωπτικό [[παρωνύμιο]] διαρκώς πεινασμένου ατόμου<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> «κεστρεὺς νηστεύει» — για τίμιους άνδρες που περιφρονούν τα άνομα κέρδη <b>Αθήν.</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέστρα]], που δήλωνε [[επίσης]] ένα [[είδος]] ψαριών]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κεστρεύς:''' έως ὁ Arph., Arst., Plut. = [[κέστρα]] 2. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:04, 31 December 2018
English (LSJ)
έως, ὁ,
A mullet, = νῆστις, Hp.Int.30, Ar.Fr.156, Pl.Com. 29, Arist.HA591a22, Antig.Mir.93, Hices.and Dorio ap.Ath.7.307d, Alciphr.1.7; as nickname of a starveling (since its stomach was found empty), Euphro 2; κ. νηστεύει, prov. of those too honest to make gains, Ath.7.307c, cf. Lib.Ep.332.2.
German (Pape)
[Seite 1426] ὁ, ein Meerfisch, von seiner pfriemenförmigen Gestalt benannt, mugil der Römer, Ath. VII, 306 e ff.; Arist. H. A. 5, 11. Weil man ihn stets mit leerem Magen gefunden haben wollte, hieß er νῆστις, Ath. a. a. O.; dah. auch umgekehrt ein Hungerleider so genannt wurde, Suid. Davon
Greek (Liddell-Scott)
κεστρεύς: έως, ὁ θαλάσσιος ἰχθὺς οὕτω κληθεὶς ἐκ τοῦ σχήματος αὑτοῦ, Λατ. mugil, καλούμενος καὶ νῆστις, διότι ὁ στόμαχός του ἀείποτε εὑρίσκετο κενός, ἴδε Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 203, καὶ πρβλ. Κωμ. παρ’ Ἀθην. 307C, κἑξ.· ἐντεῦθεν, σκωπτικὸν ὄνομα τοῦ ἀείποτε πεινῶντος, Ἀθήν. ἔνθ’ ἀνωτ.· ― ὁ Ἀριστ. μνημονεύει διάφορα εἴδη, ἴδε Bonitz Indicc. ἐν λέξ.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
muge ou mulet, poisson de mer.
Étymologie: κέστρα.
Greek Monolingual
κεστρεύς, ὁ (Α)
1. θαλάσσιο ψάρι, αλλ. νῆστις, επειδή είχε πάντοτε το στομάχι κενό («κεστρέων, χελῶνας σάργους, μύξους», Αριστοτ.)
2. ως σκωπτικό παρωνύμιο διαρκώς πεινασμένου ατόμου
3. παροιμ. «κεστρεὺς νηστεύει» — για τίμιους άνδρες που περιφρονούν τα άνομα κέρδη Αθήν..
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέστρα, που δήλωνε επίσης ένα είδος ψαριών].
Russian (Dvoretsky)
κεστρεύς: έως ὁ Arph., Arst., Plut. = κέστρα 2.