κλητήρ: Difference between revisions
ἐλάττω ἔχειν γῆν τὸν ἀγρὸν ἐπιστολῆς Λακωνικῆς → own a farm smaller than a Laconian letter, own a tiny farm
(20) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κλητήρ]], -ῆρος, ὁ (AM)<br /><b>βλ.</b> [[κλητήρας]]. | |mltxt=[[κλητήρ]], -ῆρος, ὁ (AM)<br /><b>βλ.</b> [[κλητήρας]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κλητήρ:''' -ῆρος, ὁ ([[καλέω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που κλητεύει, κλητευτής ή καλύτερα [[μάρτυρας]] που αποδεικνύει ότι έχει επιδοθεί [[κλήτευση]], [[κλητήρας]] (πρβλ. το [[licet]] antessari του Ορατ.), σε Αριστοφ., Δημ.<br /><b class="num">II.</b> γενικά, = [[κῆρυξ]], σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:52, 30 December 2018
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A summoner, or witness who gave evidence that the legal summons had been served, IG12.63.39, 65.47, Ar.Av.147, 1422, V.1408, D.40.28, al., Eub.94.9, Pl.Lg.846c; with a pun, ὁμοιότατος κλητῆρος πωλίῳ (κλητῆρος for ὄνου 'brayer'), Ar.V.189. II generally, = κῆρυξ, A.Supp.622: metaph., Ἐρινύος κ. Id.Th.574.
German (Pape)
[Seite 1452] ῆρος, ὁ, der Rufende, Einladende, der Herold, Gerichtsdiener, Aesch. Suppl. 617 Spt. 556; bes. der den Angeklagten vor Gericht ladet, Ar. Av. 147. 1422; der Zeuge, den man anruft zur Bekräftigung, daß man einen dritten vor Gericht lade; so sagt Ar. Vesp. 1408 προσκαλοῦμαί σε πρὸς τοὺς ἀγορανόμους βλάβης τῶν φορτίων, κλητῆρ' ἔχουσα τουτονί, huncce antestata; daher vrbdt Plat. προσκλήσεων καὶ κλητήρων, Legg. VIII, 846 b; κλητῆρας ἔχων προσεκαλεσάμην τουτονί Dem. 34, 13; vgl. Harpocr.; der Name dieses Zeugen mußte in der Anklageschrift aufgeführt werden, vgl. ἀπρόσκλητος. S. Meier u. Schömann Att. Proceß S. 576 ff. – Bei Ar. Vesp. 189. 1310 komisch von einem Packesel.
Greek (Liddell-Scott)
κλητήρ: ῆρος, ὁ (καλέω) ὁ καλῶν εἰς τὸ δικαστήριον, ἢ μᾶλλον μάρτυς μαρτυρῶν ὅτι ἔχει δοθῆ δικαστικὴ κλῆσις (πρβλ. τὰ τοῦ Ὁρατίου: licet antestari), συνήθως δύο τὸν ἀριθμόν, Ἀριστοφ. Ὄρν. 147, 1422, Σφ. 1408, Δημ. 244. 4., 1017. 6· ― ἐν Ἀριστοφ. Σφ. 189, ὁμοιότατος κλητῆρος πωλίῳ «ἀντὶ τοῦ ὄνου ἢ ἡμιόνου κλητῆρος εἶτε» Σχόλ., πρβλ. 1310, καὶ τὸ Λατ. clitellae). II. καθόλου, = κῆρυξ, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 622· μεταφορ., κλ. Ἐρινύος ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 574. ― Πρβλ. κλήτωρ.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
héraut.
Étymologie: καλέω.
Greek Monolingual
κλητήρ, -ῆρος, ὁ (AM)
βλ. κλητήρας.
Greek Monotonic
κλητήρ: -ῆρος, ὁ (καλέω),
I. αυτός που κλητεύει, κλητευτής ή καλύτερα μάρτυρας που αποδεικνύει ότι έχει επιδοθεί κλήτευση, κλητήρας (πρβλ. το licet antessari του Ορατ.), σε Αριστοφ., Δημ.
II. γενικά, = κῆρυξ, σε Αισχύλ.