κτενίζω: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
(22)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[κτενίζω]])<br /><b>βλ.</b> [[χτενίζω]].
|mltxt=(AM [[κτενίζω]])<br /><b>βλ.</b> [[χτενίζω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κτενίζω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[κτείς]]), [[χτενίζω]], [[κουράρω]] άλογα, σε Ευρ. — Μέσ., <i>κτενίζεσθαι κόμας</i>, [[χτενίζω]] τα μαλλιά μου, σε Ηρόδ.
}}
}}

Revision as of 23:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κτενίζω Medium diacritics: κτενίζω Low diacritics: κτενίζω Capitals: ΚΤΕΝΙΖΩ
Transliteration A: ktenízō Transliteration B: ktenizō Transliteration C: ktenizo Beta Code: kteni/zw

English (LSJ)

   A comb, τινα anaxil.39, cf. PSI4.404.4 (Pass., iii B.C.); curry horses, ψήκτραισιν ἵππων τρίχας E.Hipp.1174: metaph., ὁ δὲ Πλάτων τοὺς ἑαυτοῦ διαλόγους κτενίζων καὶ βοστρυχίζων D.H.Comp. 25:—Med., κτενίζεσθαι τὰς κόμας comb one's hair, Hdt.7.208: so abs., Ar.Fr.603, Antiph.148.4:—Pass., ἐκτενισμένος with one's hair combed, Archil.165, cf. Semon.7.65; εἰ κτενισθείη Hippiatr.94.

German (Pape)

[Seite 1518] kämmen; ψήκτραισιν ἵππων ἐκτενίζομεν κόμας Eur. Hipp. 1174; Anaxil. Poll. 2, 34. – Med. sich kämmen; τὰς κόμας Her. 7, 208; πλοκάμους Asius bei Ath. XII, 525 f; Sp. Auch übertr., καὶ βοστρυχίζω διαλόγους D. Hal. C. V. p. 208.

Greek (Liddell-Scott)

κτενίζω: καὶ νῦν «χτενίζω», τινὰ Ἀναξίλ. ἐν Ἀδήλ. 7· «ξυστρίζω» ἵππους, ψήκτραισιν Εὐρ. Ἱππ. 1174· μεταφορ., ὁ δὲ Πλάτων τοὺς ἑαυτοῦ διαλόγους κτενίζων καὶ βοστρυχίζων Διον. Ἁλ. π. Συνθέσ. 25· ― ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, κτενίζεσθαι τὰς κόμας Ἡρόδ. 7. 208, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 501, Ἀντιφάν. ἐν «Μαλθάκῃ» 1. 4, ― Παθ., ἐκτενισμένος, κοινῶς: «χτενισμένος», Ἀρχίλ. 156, Σιμων. Ἰαμβ. 6. 65· ἐκτενίσθην Ἱππιατρ.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf.
peigner;
Moy. κτενίζομαι peigner sur soi : τὰς κόμας HDT se peigner les cheveux.
Étymologie: κτείς.

Greek Monolingual

(AM κτενίζω)
βλ. χτενίζω.

Greek Monotonic

κτενίζω: μέλ. -σω (κτείς), χτενίζω, κουράρω άλογα, σε Ευρ. — Μέσ., κτενίζεσθαι κόμας, χτενίζω τα μαλλιά μου, σε Ηρόδ.