μίλτειος: Difference between revisions
τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτερος → though they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)
(25) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μίλτειος]], -εία, -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[μίλτινος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «μίλτειον [[στάγμα]]» — η κόκκινη [[γραμμή]] που σχηματίζεται από [[σχοινί]] βαμμένο με μίλτο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μίλτος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ειος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>θαλάσσ</i>-<i>ειος</i>)]. | |mltxt=[[μίλτειος]], -εία, -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[μίλτινος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «μίλτειον [[στάγμα]]» — η κόκκινη [[γραμμή]] που σχηματίζεται από [[σχοινί]] βαμμένο με μίλτο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μίλτος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ειος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>θαλάσσ</i>-<i>ειος</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μίλτειος:''' -α, -ον ([[μίλτος]]), [[ερυθρός]], μίλτειον [[στάγμα]], το κόκκινο [[σημάδι]] που άφηνε στο [[ξύλο]] το [[σχοινί]] του ξυλουργού, που ήταν αλειμμένο με την βαφική [[ουσία]], [[μίλτος]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:20, 30 December 2018
English (LSJ)
α, ον,
A of μίλτος, μ. στάγμα the red mark made by the carpenter's line, ib. 6.103 (Phil.).
German (Pape)
[Seite 186] aus, von Mennig oder Röthel, στάγμα, Philp. 15 (VI, 103).
Greek (Liddell-Scott)
μίλτειος: -α, -ον, ὁ ἐκ μίλτου, μ. στάγμα, ἡ ἐρυθρὰ γραμμὴ ἣν σχηματίζει ἡ στάφνη (δηλ. τὸ μεμιλτωμένον σχοινίον) τοῦ ξυλουργοῦ, Ἀνθ. Π. 6. 103.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de minium, de vermillon ; rouge vermillon.
Étymologie: μίλτος.
Greek Monolingual
μίλτειος, -εία, -ον (Α)
1. μίλτινος
2. φρ. «μίλτειον στάγμα» — η κόκκινη γραμμή που σχηματίζεται από σχοινί βαμμένο με μίλτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μίλτος + κατάλ. -ειος (πρβλ. θαλάσσ-ειος)].
Greek Monotonic
μίλτειος: -α, -ον (μίλτος), ερυθρός, μίλτειον στάγμα, το κόκκινο σημάδι που άφηνε στο ξύλο το σχοινί του ξυλουργού, που ήταν αλειμμένο με την βαφική ουσία, μίλτος, σε Ανθ.