λίθιον: Difference between revisions

From LSJ

νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this

Source
(23)
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Α [[λίθιον]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>χημ.</b> χημικό [[στοιχείο]] με [[σύμβολο]] Li και με ατομικό αριθμό 3, που [[είναι]] το πρώτο [[μέλος]] της ομάδας Ιa του περιοδικού συστήματος, [[δηλαδή]] τών μετάλλων τών αλκαλίων<br /><b>αρχ.</b><br />[[πετραδάκι]], [[λιθαράκι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λίθος]]. Η λ. ως επιστημ. όρος της χημείας [[είναι]] αντιδάνεια, <b>[[πρβλ]].</b> γαλλ. <i>lithium</i> <span style="color: red;"><</span> [[λίθος]], και μαρτυρείται από το 1864 στον Ηρακλή Μητσόπουλο].
|mltxt=το (Α [[λίθιον]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>χημ.</b> χημικό [[στοιχείο]] με [[σύμβολο]] Li και με ατομικό αριθμό 3, που [[είναι]] το πρώτο [[μέλος]] της ομάδας Ιa του περιοδικού συστήματος, [[δηλαδή]] τών μετάλλων τών αλκαλίων<br /><b>αρχ.</b><br />[[πετραδάκι]], [[λιθαράκι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λίθος]]. Η λ. ως επιστημ. όρος της χημείας [[είναι]] αντιδάνεια, [[πρβλ]]. γαλλ. <i>lithium</i> <span style="color: red;"><</span> [[λίθος]], και μαρτυρείται από το 1864 στον Ηρακλή Μητσόπουλο].
}}
}}

Revision as of 14:15, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐθιον Medium diacritics: λίθιον Low diacritics: λίθιον Capitals: ΛΙΘΙΟΝ
Transliteration A: líthion Transliteration B: lithion Transliteration C: lithion Beta Code: li/qion

English (LSJ)

τό, Dim. of λίθος, Paus.2.25.8.

German (Pape)

[Seite 44] τό, denn λιθίον ist falsche Accentuation, dim. von λίθος, Steinchen, Paus. 2, 25, 8.

Greek (Liddell-Scott)

λίθιον: τό, ὑποκορ. τοῦ λίθος, Παυσ. 2. 25, 8.

Greek Monolingual

το (Α λίθιον)
νεοελλ.
χημ. χημικό στοιχείο με σύμβολο Li και με ατομικό αριθμό 3, που είναι το πρώτο μέλος της ομάδας Ιa του περιοδικού συστήματος, δηλαδή τών μετάλλων τών αλκαλίων
αρχ.
πετραδάκι, λιθαράκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίθος. Η λ. ως επιστημ. όρος της χημείας είναι αντιδάνεια, πρβλ. γαλλ. lithium < λίθος, και μαρτυρείται από το 1864 στον Ηρακλή Μητσόπουλο].