μαντίλι: Difference between revisions
Θεῷ μάχεσθαι δεινόν ἐστι καὶ τύχῃ → Obsistere est difficile fortunae et deo → Mit Gott zu kämpfen ist gefährlich und dem Glück
(24) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(Μ μανδήλιον και μανδήλιν και [[μαντήλιον]])<br /><b>1.</b> [[τετράγωνο]] [[κομμάτι]] από ύφασμα που φοριέται από γυναίκες στο [[κεφάλι]] ή από γυναίκες και άντρες στον λαιμό ως [[εξάρτημα]] της αμφίεσης<br /><b>2.</b> μικρό [[τετράγωνο]] ύφασμα για το [[καθάρισμα]] του προσώπου, [[ιδίως]] της [[μύτης]], χειρομάντιλο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «το 'δεσε [[μαντίλι]]» — θεωρεί σίγουρη την [[υπόσχεση]] που του δόθηκε<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[πετσέτα]], προσόψιο χεριών, φαγητού<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἅγιον μανδήλιον» — το ύφασμα [[πάνω]] στο οποίο αποτυπώθηκε, [[κατά]] την εκκλησιαστική [[παράδοση]], το [[πρόσωπο]] του Ιησού, όταν ο [[Χριστός]] πορευόταν [[προς]] τον Γολγοθά και ζήτησε να σκουπίσει τον [[ιδρώτα]] του. [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>mantelium</i> και <i>mantilium</i>. Η [[γραφή]] της λ. [[μαντίλι]] με -<i>ι</i> [[αντί]] -<i>η</i>- ως κανονική [[απόδοση]] του λατ. <i>mantilium</i> ή ως απλούστερη [[γραφή]] του λατ. <i>mantelium</i>. Η μσν. [[γραφή]] με -<i>η</i>- αποτελεί [[προσπάθεια]] πιστής μεταγραφής του λατ. <i>ē</i> (<i>mantelium</i>), που δεν δεσμεύει -ως νεώτερη [[γραφή]]- την [[ορθογραφία]] της λ. ( | |mltxt=(Μ μανδήλιον και μανδήλιν και [[μαντήλιον]])<br /><b>1.</b> [[τετράγωνο]] [[κομμάτι]] από ύφασμα που φοριέται από γυναίκες στο [[κεφάλι]] ή από γυναίκες και άντρες στον λαιμό ως [[εξάρτημα]] της αμφίεσης<br /><b>2.</b> μικρό [[τετράγωνο]] ύφασμα για το [[καθάρισμα]] του προσώπου, [[ιδίως]] της [[μύτης]], χειρομάντιλο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «το 'δεσε [[μαντίλι]]» — θεωρεί σίγουρη την [[υπόσχεση]] που του δόθηκε<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[πετσέτα]], προσόψιο χεριών, φαγητού<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἅγιον μανδήλιον» — το ύφασμα [[πάνω]] στο οποίο αποτυπώθηκε, [[κατά]] την εκκλησιαστική [[παράδοση]], το [[πρόσωπο]] του Ιησού, όταν ο [[Χριστός]] πορευόταν [[προς]] τον Γολγοθά και ζήτησε να σκουπίσει τον [[ιδρώτα]] του. [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>mantelium</i> και <i>mantilium</i>. Η [[γραφή]] της λ. [[μαντίλι]] με -<i>ι</i> [[αντί]] -<i>η</i>- ως κανονική [[απόδοση]] του λατ. <i>mantilium</i> ή ως απλούστερη [[γραφή]] του λατ. <i>mantelium</i>. Η μσν. [[γραφή]] με -<i>η</i>- αποτελεί [[προσπάθεια]] πιστής μεταγραφής του λατ. <i>ē</i> (<i>mantelium</i>), που δεν δεσμεύει -ως νεώτερη [[γραφή]]- την [[ορθογραφία]] της λ. ([[πρβλ]]. και [[πρίγκιπας]] όχι <i>πρίγκηπας</i>, [[δικτάτορας]] όχι <i>δικτάτωρας</i> <b>κ.ά.</b>). Η [[γραφή]] τών <i>καντηλι</i> / [[καντήλα]] ([[μολονότι]] από λατ. <i>candela</i>) με -<i>η</i>- διατηρήθηκε [[διότι]] ήταν ήδη αρχαία (μεταγενέστερη)]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:51, 23 August 2021
Greek Monolingual
(Μ μανδήλιον και μανδήλιν και μαντήλιον)
1. τετράγωνο κομμάτι από ύφασμα που φοριέται από γυναίκες στο κεφάλι ή από γυναίκες και άντρες στον λαιμό ως εξάρτημα της αμφίεσης
2. μικρό τετράγωνο ύφασμα για το καθάρισμα του προσώπου, ιδίως της μύτης, χειρομάντιλο
νεοελλ.
φρ. «το 'δεσε μαντίλι» — θεωρεί σίγουρη την υπόσχεση που του δόθηκε
μσν.
1. πετσέτα, προσόψιο χεριών, φαγητού
2. φρ. «ἅγιον μανδήλιον» — το ύφασμα πάνω στο οποίο αποτυπώθηκε, κατά την εκκλησιαστική παράδοση, το πρόσωπο του Ιησού, όταν ο Χριστός πορευόταν προς τον Γολγοθά και ζήτησε να σκουπίσει τον ιδρώτα του. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. mantelium και mantilium. Η γραφή της λ. μαντίλι με -ι αντί -η- ως κανονική απόδοση του λατ. mantilium ή ως απλούστερη γραφή του λατ. mantelium. Η μσν. γραφή με -η- αποτελεί προσπάθεια πιστής μεταγραφής του λατ. ē (mantelium), που δεν δεσμεύει -ως νεώτερη γραφή- την ορθογραφία της λ. (πρβλ. και πρίγκιπας όχι πρίγκηπας, δικτάτορας όχι δικτάτωρας κ.ά.). Η γραφή τών καντηλι / καντήλα (μολονότι από λατ. candela) με -η- διατηρήθηκε διότι ήταν ήδη αρχαία (μεταγενέστερη)].