μαστίζω: Difference between revisions
αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
(24) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[μαστίζω]], Α δωρ. τ. μαστίσδω)<br /><b>1.</b> [[χτυπώ]] με [[μαστίγιο]], [[μαστιγώνω]], [[ραβδίζω]], [[βιτσίζω]], [[βουρδουλίζω]], [[καμτσικίζω]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[βασανίζω]], [[πλήττω]], [[χτυπώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κατατρύχω]], [[λυμαίνομαι]], [[ερημώνω]], [[καταστρέφω]], [[αφανίζω]], [[ρημάζω]] («οι επιδημίες μάστιζαν [[άλλοτε]] την [[ανθρωπότητα]]»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[τραυματίζω]], [[πληγώνω]]<br /><b>2.</b> [[τιμωρώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μάστιξ]], -<i>ιγος</i> ή μεταπλασμένος τ. του [[μαστίω]] [[κατά]] τα ρ. σε -<i>ίζω</i>]. | |mltxt=(AM [[μαστίζω]], Α δωρ. τ. μαστίσδω)<br /><b>1.</b> [[χτυπώ]] με [[μαστίγιο]], [[μαστιγώνω]], [[ραβδίζω]], [[βιτσίζω]], [[βουρδουλίζω]], [[καμτσικίζω]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[βασανίζω]], [[πλήττω]], [[χτυπώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κατατρύχω]], [[λυμαίνομαι]], [[ερημώνω]], [[καταστρέφω]], [[αφανίζω]], [[ρημάζω]] («οι επιδημίες μάστιζαν [[άλλοτε]] την [[ανθρωπότητα]]»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[τραυματίζω]], [[πληγώνω]]<br /><b>2.</b> [[τιμωρώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μάστιξ]], -<i>ιγος</i> ή μεταπλασμένος τ. του [[μαστίω]] [[κατά]] τα ρ. σε -<i>ίζω</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μαστίζω:''' Δωρ. -ίσδω ([[μάστιξ]])· Επικ. αόρ. αʹ <i>μάστιξα</i>, μτχ. Παθ. αόρ. αʹ <i>μαστιχθείς</i>· [[μαστιγώνω]], [[ραβδίζω]], σε Ομήρ. Ιλ., Θεόκρ.· με απαρ., μάστιξεν δ' [[ἐλάαν]] (βλ. [[ἐλαύνω]] I. 2), σε Όμηρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:16, 31 December 2018
English (LSJ)
Nonn.D.2.645, Dor. μαστ-ίσδω Theoc.7.108: Ep. aor.
A μάστιξα Il.5.768:—Pass., aor. ἐμαστίχθην v.l. in Hdt.1.114; part. μαστιχθείς AP9.348 (Leon. Alex.): (μάστιξ):—whip, flog, μάστιξεν δ' ἵππους Il.l.c., etc.; τυ . . ὑπὸ . . ὤμους μαστίσδοιεν (v. supr.) Theoc. l.c.: c. inf., μάστιξεν δ' ἐλάαν whipped them on or forward, Il.5.366, Od.6.82, etc.: metaph., ἵνα . . σε πολλοὶ μαστίξωσι λόγοις Epigr.Gr. 303.5 (Smyrna). 2 stimulate the bowels, Steph. in Hp.2.311 D.:— Pass., ib.312 D.—Ep. word, used twice in Com., Eup.72, Alex.133.5, also in LXX Nu. 22.25, Wi.5.11 (Pass.); and in late Prose, Plu.Alex. 42, Luc.Pr.Im.24, etc.; the Att. form being μαστιγόω.
Greek (Liddell-Scott)
μαστίζω: ὁ ἐν. πρῶτον παρὰ Θεοκρ., Ἐπικ. ἀόρ. μάστιξα Ὅμ.· μετοχ. ἀορ. παθ. μαστιχθεὶς Ἀνθ. Π. 9. 384 (μάστιξ). Κτυπῶ διὰ μάστιγος, μαστίζω, κτυπῶ μάστιξε δ’ ἵππους Ἰλ. Ε. 768, κτλ.· ὤμους μαστίσδοιεν (Δωρ. ἀντὶ -ίζοιεν) Θεόκρ. 7. 108· ὡσαύτως μετ’ ἀπαρ., μάστιξεν δ’ ἐλάαν, τοὺς ἐκτύπησε (διὰ τῆς μάστιγος) [διὰ] νὰ δράμωσι, νὰ προχωρήσωσι, «νὰ τραβήξουν ἐμπρός», Ἰλ. Ε. 366, Ὀδ. Ζ. 82, κτλ. - Ὡς τὸ μαστιάω, μαστίω, λέξ. Ἐπικὴ δὶς ἐν χρήσει παρὰ τοῖς κωμ. (Εὔπολ. ἐν «Βάπταις» 15, Ἄλεξ. ἐν «Λεύκῃ» 1, 5), καὶ παρὰ μεταγεν. πεζοῖς, ὡς Πλουτ. Ἀλεξ. 42, Λουκ. Εἰκ. 24, κτλ., - ὁ δὲ Ἀττ. τύπος εἶναι: μαστιγόω.
French (Bailly abrégé)
f. μαστίξω, ao. ἐμάστιξα, pf. inus.
fouetter, acc. : μάστιξεν δ’ ἐλάαν IL, OD il fouetta (les chevaux) pour les lancer en avant.
Étymologie: μάστιξ.
English (Autenrieth)
English (Strong)
from μαστός; to whip (literally): scourge.
Greek Monolingual
(AM μαστίζω, Α δωρ. τ. μαστίσδω)
1. χτυπώ με μαστίγιο, μαστιγώνω, ραβδίζω, βιτσίζω, βουρδουλίζω, καμτσικίζω
2. μτφ. βασανίζω, πλήττω, χτυπώ
νεοελλ.
κατατρύχω, λυμαίνομαι, ερημώνω, καταστρέφω, αφανίζω, ρημάζω («οι επιδημίες μάστιζαν άλλοτε την ανθρωπότητα»)
μσν.
1. τραυματίζω, πληγώνω
2. τιμωρώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάστιξ, -ιγος ή μεταπλασμένος τ. του μαστίω κατά τα ρ. σε -ίζω].
Greek Monotonic
μαστίζω: Δωρ. -ίσδω (μάστιξ)· Επικ. αόρ. αʹ μάστιξα, μτχ. Παθ. αόρ. αʹ μαστιχθείς· μαστιγώνω, ραβδίζω, σε Ομήρ. Ιλ., Θεόκρ.· με απαρ., μάστιξεν δ' ἐλάαν (βλ. ἐλαύνω I. 2), σε Όμηρ.