μειλιχία: Difference between revisions

From LSJ

ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος → Neverlasting: What is a somebody? What is a nobody? You are a dream of a shadow | Creatures of a day. What is a someone, what is a no one? Man is the dream of a shade.

Source
(24)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μειλιχία]] και ιων. τ. μειλιχίη, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[πραότητα]], [[ημερότητα]], [[ηπιότητα]]<br /><b>2.</b> [[ευμένεια]], [[φιλοφροσύνη]], [[ευγένεια]]<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ἱκετεία]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μείλιχος]] «[[πράος]], [[γλυκός]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ία</i>].
|mltxt=[[μειλιχία]] και ιων. τ. μειλιχίη, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[πραότητα]], [[ημερότητα]], [[ηπιότητα]]<br /><b>2.</b> [[ευμένεια]], [[φιλοφροσύνη]], [[ευγένεια]]<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ἱκετεία]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μείλιχος]] «[[πράος]], [[γλυκός]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ία</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μειλῐχία:''' Ιων. -ίη, ἡ, [[ευγένεια]], [[απαλότητα]], [[αβρότητα]], [[μειλιχίη]] πολέμοιο, [[μαλθακότητα]] στη [[μάχη]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}

Revision as of 00:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μειλιχία Medium diacritics: μειλιχία Low diacritics: μειλιχία Capitals: ΜΕΙΛΙΧΙΑ
Transliteration A: meilichía Transliteration B: meilichia Transliteration C: meilichia Beta Code: meilixi/a

English (LSJ)

Ep. μειλιχίη, ἡ,

   A gentleness, softness, μειλιχίη πολέμοιο lukewarmness in battle, Il.15.741; kindness, Hes.Th.206, A.R. 2.1279, etc.    2 = ἱκετεία, Hsch.

German (Pape)

[Seite 115] ἡ, Sanftmuth, Milde, μειλιχίη πολέμοιο, schonendes, laues Betreiben des Krieges, Il. 15, 741; Freundlichkeit, Hes. Th. 206 u. sp. D., wie Ap. Rh. 2, 1281; Leont. 3 (Plan. 33).

Greek (Liddell-Scott)

μειλῐχία: Ἰωνικ. -ίη, ἡ, πρᾳότης, ἡμερότης, τῷ ἐν χερσὶ φόως, οὐ μειλιχίῃ πολέμοιο, «ἐν ταῖς χερσὶν ἡμῶν καὶ ἐν τῷ μάχεσθαι ἡ σωτηρία, οὐ γὰρ ἐν τῷ μειλιχίους ἡμᾶς καὶ πράους εἶναι τοῖς πολεμίοις» (Σχόλ.), Ἰλ. Ο. 741· (πρβλ. μείλιχος ἐν δαῒ λυγρῇ, Ἰλ. Ω. 739)· ἀγαθότης, εὐμένεια, πρᾳότης, Ἡσ. Θ. 206, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1279, κτλ.

Greek Monolingual

μειλιχία και ιων. τ. μειλιχίη, ἡ (Α)
1. πραότητα, ημερότητα, ηπιότητα
2. ευμένεια, φιλοφροσύνη, ευγένεια
3. (κατά τον Ησύχ.) «ἱκετεία».
[ΕΤΥΜΟΛ. < μείλιχος «πράος, γλυκός» + κατάλ. -ία].

Greek Monotonic

μειλῐχία: Ιων. -ίη, ἡ, ευγένεια, απαλότητα, αβρότητα, μειλιχίη πολέμοιο, μαλθακότητα στη μάχη, σε Ομήρ. Ιλ.