μεταδαίνυμαι: Difference between revisions
ποταμῷ γὰρ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ → it is impossible to step twice in the same river, you cannot step twice into the same rivers
(24) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μεταδαίνυμαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[δειπνώ]] με κάποιον, [[συντρώγω]] («οὐ σός γε πατὴρ μεταδαίνυται ἡμῑν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[παίρνω]] [[μέρος]] σε [[κάτι]], [[συμμετέχω]] (α. «ἵνα δὴ καὶ ἐγὼ μεταδαίσομαι ἱρῶν», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «αὐτὸς [[ὅπως]] ἐθέλεις μεταδαίνυσο», Κόιντ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>δαίνυμαι</i> «[[τρώγω]]»]. | |mltxt=[[μεταδαίνυμαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[δειπνώ]] με κάποιον, [[συντρώγω]] («οὐ σός γε πατὴρ μεταδαίνυται ἡμῑν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[παίρνω]] [[μέρος]] σε [[κάτι]], [[συμμετέχω]] (α. «ἵνα δὴ καὶ ἐγὼ μεταδαίσομαι ἱρῶν», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «αὐτὸς [[ὅπως]] ἐθέλεις μεταδαίνυσο», Κόιντ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>δαίνυμαι</i> «[[τρώγω]]»]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μεταδαίνυμαι:''' совместно пировать (τινι Hom.): μ. ἱρῶν Hom. принимать участие в жертвенной трапезе. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:04, 1 January 2019
English (LSJ)
fut. -δαίσομαι (v. infr.),
A share the feast, σός γε πατὴρ μεταδαίνυται ἡμῖν Il.22.498, cf. Od.18.48; partake of, c. gen. rei, ἵνα δὴ . . μεταδαίσομαι ἱρῶν Il.23.207: abs., Q.S.2.157.
German (Pape)
[Seite 146] (s. δαίνυμι), mitschmausen, an einem Schmause Theil nehmen; οὐ σός γε πατὴρ μεταδαίνυται ἡμῖν, Il. 22, 498, wie Od. 18, 48; – mit dem gen. der Sache, ἵνα δὴ καὶ ἐγὼ μεταδαίσομαι ἱρῶν, Il. 23, 207, Theil nehmen am Opferschmause; – absol., αὐτὸς ὅπως ἐθέλεις μεταδαίνυσο, Qu. Sm. 2, 157.
Greek (Liddell-Scott)
μεταδαίνυμαι: μέλλ. -δαίσομαι· ἀποθ., εὐωχοῦμαι μετά τινος, οὐ σός γε πατὴρ μεταδαίνυται ἡμῖν Ἰλ. Χ. 498, πρβλ. Ὀδ. Σ. 48· μεταλαμβάνω, μετέχω τινός, μετὰ γεν. πράγμ., ἵνα δή... μεταδαίσομαι ἱρῶν Ἰλ. Ψ. 207· ἀπολύτ., Κόϊντ. Σμ. 2. 157. - Παρ’ Ἡσυχ.: «μεταδαίσομαι· εὐωχηθήσομαι».
French (Bailly abrégé)
prendre sa part d’un repas : τινί avec qqn.
Étymologie: μετά, δαίνυμαι, de δαίνυμι.
English (Autenrieth)
fut. μεταδαίσεται, aor. subj. μεταδαίσομαι: feast with, have a share in the feast, ἷρῶν, Il. 23.207.
Greek Monolingual
μεταδαίνυμαι (Α)
1. δειπνώ με κάποιον, συντρώγω («οὐ σός γε πατὴρ μεταδαίνυται ἡμῑν», Ομ. Ιλ.)
2. παίρνω μέρος σε κάτι, συμμετέχω (α. «ἵνα δὴ καὶ ἐγὼ μεταδαίσομαι ἱρῶν», Ομ. Ιλ.
β. «αὐτὸς ὅπως ἐθέλεις μεταδαίνυσο», Κόιντ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + δαίνυμαι «τρώγω»].
Russian (Dvoretsky)
μεταδαίνυμαι: совместно пировать (τινι Hom.): μ. ἱρῶν Hom. принимать участие в жертвенной трапезе.