μόμφος: Difference between revisions
ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her
(25) |
(3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μόμφος]], ὁ (Α)<br />[[μομφή]], [[μέμψη]], [[κατηγορία]], [[ψόγος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του [[μομφή]] με [[αλλαγή]] γένους]. | |mltxt=[[μόμφος]], ὁ (Α)<br />[[μομφή]], [[μέμψη]], [[κατηγορία]], [[ψόγος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του [[μομφή]] με [[αλλαγή]] γένους]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μόμφος:''' ὁ Eur. = [[μομφή]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:12, 1 January 2019
English (LSJ)
ὁ, = foreg., E.Fr.633, IG5(2).262.34 (Mantinea, v B. C.):— so μόμφις, dub. in Telecl.63 (cf. μέμφειραν· τὴν μέμψιν, Τηλεκλείδης, Phot.); cf. μόμψεις· δύσκλεια, Hsch.
German (Pape)
[Seite 201] ὁ, = μέμψις, Eurip. bei B. A. 107.
Greek (Liddell-Scott)
μόμφος: ὁ, = μομφή, Εὐρ. Ἀποσπ. 634· οὕτω μόμφις Τηλεκλείδ. ἐν Ἀδήλ. 12· ὁ Ἡσύχ. ὡσαύτως ἔχει: «μόμφις· δύσκλεια»· καὶ τὸ ἐφθαρμένον γλώσσημα τοῦ Φωτ. (μέμψειραν· τὴν μέμψιν, Τηλεκλείδης) πιθ. ἀναφέρεται εἰς τὸ αὐτὸ χωρίον.
Greek Monolingual
μόμφος, ὁ (Α)
μομφή, μέμψη, κατηγορία, ψόγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του μομφή με αλλαγή γένους].
Russian (Dvoretsky)
μόμφος: ὁ Eur. = μομφή.