νηστεύω: Difference between revisions
ἀνὴρ ἀχάριστος μὴ νομιζέσθω φίλος → an ungrateful man should not be considered a friend
(27) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(ΑΜ [[νηστεύω]], Μ και νηστεύγω) [[νήστις]]<br /><b>1.</b> [[απέχω]] από [[τροφή]], [[μένω]] [[νηστικός]]<br /><b>2.</b> [[απέχω]] από ορισμένες τροφές για ορισμένες μέρες του χρόνου που ορίζει η Εκκλησία<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[απέχω]] από κάποια [[ενέργεια]] ή από σαρκικές απολαύσεις, [[εγκρατεύομαι]], [[αποφεύγω]] [[κάτι]] («νηστεῡσαι κακότητος», Εμπεδ.). | |mltxt=(ΑΜ [[νηστεύω]], Μ και νηστεύγω) [[νήστις]]<br /><b>1.</b> [[απέχω]] από [[τροφή]], [[μένω]] [[νηστικός]]<br /><b>2.</b> [[απέχω]] από ορισμένες τροφές για ορισμένες μέρες του χρόνου που ορίζει η Εκκλησία<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[απέχω]] από κάποια [[ενέργεια]] ή από σαρκικές απολαύσεις, [[εγκρατεύομαι]], [[αποφεύγω]] [[κάτι]] («νηστεῡσαι κακότητος», Εμπεδ.). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''νηστεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[απέχω]] από το [[φαγητό]], σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:32, 31 December 2018
English (LSJ)
A fast, Ar.Av.1519, Th.949, Ev.Matt.6.16, etc.; νηστεύσαντες, opp. ἐδηδοκότες, Arist.PA676a1. 2 c. gen., abstain from, κακότητος Emp.144.
Greek (Liddell-Scott)
νηστεύω: ἀπέχομαι ἀπὸ τροφῆς, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1519, Θεσμ. 949· νηστεύσας, ἀντίθετ. τῷ ἐδηδοκώς, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 14, 26. 2) μετὰ γενικ., ἀπέχομαί τινος, κακότητος Ἐμπεδ. 454.
French (Bailly abrégé)
jeûner.
Étymologie: νῆστις.
English (Strong)
from νῆστις; to abstain from food (religiously): fast.
English (Thayer)
future νηστεύσω; 1st aorist (infinitive νηστεῦσαι (T WH Tr text)), participle νηστεύσας; (from νῆστις, which see); to fast (Vulg. and ecclesiastical writings jejano), i. e. to abstain as a religious exercise from food and drink: either entirely, if the fast lasted but a single day, R G; νηστευει συνεχῶς καί ἄρτον ἐσθίει μόνον μετά ἁλατος καί τό πότον αὐτοῦ ὕδωρ, Acta Thom. § 20. (Aristophanes, Plutarch, mor., p. 626f; Aelian v. h. 5,20; (Josephus, contra Apion 1,34, 5 (where see Müller)); the Sept. for צוּן.)
Greek Monolingual
(ΑΜ νηστεύω, Μ και νηστεύγω) νήστις
1. απέχω από τροφή, μένω νηστικός
2. απέχω από ορισμένες τροφές για ορισμένες μέρες του χρόνου που ορίζει η Εκκλησία
3. μτφ. απέχω από κάποια ενέργεια ή από σαρκικές απολαύσεις, εγκρατεύομαι, αποφεύγω κάτι («νηστεῡσαι κακότητος», Εμπεδ.).