νεόκοτος: Difference between revisions
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
(26) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[νεόκοτος]] και νεοκότος, -ον (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτός που εμφανίζεται για πρώτη [[φορά]], ο [[καινοφανής]], ο [[πρωτάκουστος]] («κακὰ νεόκοτα», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κότος]] «[[οργή]], [[μίσος]]» (<b>πρβλ.</b> <i>αλλό</i>-<i>κοτος</i>, <i>βαρὐ</i>-<i>κοτος</i>)]. | |mltxt=[[νεόκοτος]] και νεοκότος, -ον (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτός που εμφανίζεται για πρώτη [[φορά]], ο [[καινοφανής]], ο [[πρωτάκουστος]] («κακὰ νεόκοτα», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κότος]] «[[οργή]], [[μίσος]]» (<b>πρβλ.</b> <i>αλλό</i>-<i>κοτος</i>, <i>βαρὐ</i>-<i>κοτος</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''νεόκοτος:''' -ον, [[νέος]] και [[παράξενος]], [[παράδοξος]], [[ανήκουστος]], σε Αισχύλ. (το <i>-κοτος</i> φαίνεται να είναι απλή [[κατάληξη]]). | |||
}} | }} |
Revision as of 00:28, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A new and strange, unheard of, A.Pers.257 (lyr.), Th.803; for the termination cf. ἀλλόκοτος.
German (Pape)
[Seite 242] in frischem Zorne, durch seischen Zorn lästig, oder besser (nach ἀλλόκοτος) von neuer, ungewöhnlicher Beschaffenheit; κακά, Aesch. Pers. 252; τί δ' ἔστι πρᾶγος νεόκοτον πόλει παρόν, Spt. 785.
Greek (Liddell-Scott)
νεόκοτος: -ον, νέος καὶ παράδοξος, ἀνήκουστος, Αἰσχύλ. Πέρσ. 256, Θήβ. 804· (-κότος φαίνεται ὅτι εἶναι ἁπλῆ κατάλ.· ἴδε ἐν λ. ἀλλόκοτος).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
de provenance nouvelle, nouveau.
Étymologie: νέος, -κότος, cf. ἀλλόκοτος.
Greek Monolingual
νεόκοτος και νεοκότος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.) αυτός που εμφανίζεται για πρώτη φορά, ο καινοφανής, ο πρωτάκουστος («κακὰ νεόκοτα», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + κότος «οργή, μίσος» (πρβλ. αλλό-κοτος, βαρὐ-κοτος)].
Greek Monotonic
νεόκοτος: -ον, νέος και παράξενος, παράδοξος, ανήκουστος, σε Αισχύλ. (το -κοτος φαίνεται να είναι απλή κατάληξη).